Της Ειρήνης Παπουτσή
Αδηφάγο το “τέρας”, εμφανίστηκε έρποντας από νωρίς και θαρρείς άλλαξε μεμιάς το πρωινό μου… Με γύρισε πίσω πολύ, σε αυλές που μύριζαν αγιόκλημα και νυχτολούλουδα, σε γόνατα ματωμένα απ’ το παιχνίδι, σε φωνές παιδικές και τσουλούφια ιδρωμένα από το κυνηγητό, τα μήλα και την «αγωνία» του κρυφτού.
Ποδήλατα παρατημένα στην άκρη του πεζοδρομίου και δάχτυλα λερωμένα από το παγωτό που… εξαφανιζόταν έχοντας καταναλωθεί λαίμαργα για να προλάβω την παρέα που αδημονούσε. Και μοιρασιά καλή… Σε παιχνίδια, γέλια, μυστικά εφηβικά και τσακωμούς από κείνους που φιλιώνεις στο λεπτό και ξεκαρδίζεσαι με τον φίλο από την αρχή, κοροϊδεύοντας τον πρόσκαιρο θυμό σου.
Λένε πως η γεύση είναι μνήμη από τις πιο δυνατές. Και μα την αλήθεια σα να “γεύτηκα” μεμιάς όλα τα χθες της παιδικής μου ηλικίας. Δεν ήταν κάποιου «επώνυμου» Λαρισαίου το σπίτι που κατεδαφίστηκε δίπλα μου, ασχέτως που ο ιδιοκτήτης του τάισε γενιές Λαρισαίων και μαζί και την ανάγκη μου για τούτο το σημείωμα.
Μια δάφνη πάσχιζε να πάρει ανάσα… Και άπλωσαν λες τα κλαδιά της καταπράσινα, αποσπώντας το βλέμμα από την ασχήμια των ερειπίων.
«Ξέρεις αν αργούν; Θέλω ν’ απλώσω ρούχα…», μ’ έβγαλε απ’ τις σκέψεις η γειτόνισσα. Θαρρώ πως βιάστηκαν, πρόλαβα να ψελλίσω ρίχνοντας μια συνωμοτική ματιά στη μπουγάδα της… Ταιριασμένα τα μάτια μου με τα βρεγμένα ρούχα…