Διαβάζω, χθεσινή, είδηση: “Σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης κηρύχθηκε ο Βόλος…”
Δεν έχει περάσει ή μήπως έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που κηρύχθηκε ολόκληρη η Θεσσαλία σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης;
Τις προάλλες ένας φίλος μου έλεγε “έτσι όπως πάει το πράγμα θα πρέπει να κηρυχθεί ολόκληρη η χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης…”
Ο χρόνος πλέον συστέλλεται και διαστέλλεται με διαφορετική συχνότητα απ’ ότι στο παρελθόν. Οι άνθρωποι εστιάζουν στα αρνητικά. Ζωές διαλύονται υπό το βάρος μιας πίεσης που μπορεί να έχει οικονομική ή υγειονομική αφετηρία.
“Όμως έτσι δεν ήταν πάντα;”, σκέφτομαι.
Το συζητώ με γνωστό έμπορο της πόλης. Από αυτούς, τους λίγο παλιούς, που κάθονται πρωί κι απόγευμα στην Κούμα και παρατηρούν χιλιάδες ανθρώπους.
“Δεν βλέπεις τον κόσμο να χαμογελά”, μου λέει. “Αυτό είναι το ανησυχητικό. Γι’ αυτό και πιστεύω πως ο χειμώνας που έρχεται θα είναι δύσκολος…”
Την τελευταία αυτή φράση την ακούω όλο και πιο συχνά. Την εκστομίζουν όλο και περισσότερα στόματα. Αυτό όμως είναι κάτι που δεν γίνεται μόνο φέτος. Γίνεται τα πολλά, τελευταία χρόνια.
“Μήπως τελικά έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε μόνο το άσχημο;”, ρώτησα τον φίλο μου.
“Με πρόλαβες. Αυτό ετοιμαζόμουν να σου πω. Συνηθίσαμε στην δυστυχία…”, μου απαντά, τραβώντας μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του.
Αν η σκέψη μας αυτή μπορούσε να επιβεβαιωθεί, αν δηλαδή όντως οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόμαστε ή ακόμα και αυτοί οι άγνωστοι σε μας, με τους οποίους όμως αναπνέουμε τον ίδιο, μολυσμένο, αέρα, έχουν συνηθίσει στο μαύρο, τότε υπάρχει η πραγματική ανάγκη για να κηρυχθεί η χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι αυτοί που θα όφειλαν να λάβουν μια τέτοια απόφαση, δεν μπορούν να δουν γύρω τους, ούτε να “συνομιλήσουν” με τα κοινωνικά στρώματα που βρίσκονται σε υπερδιέγερση κάτω από τον κοινωνικό φλοιό.
Και στο σημείο αυτό ακριβώς ξεκινάει και το πολιτικό πρόβλημα της χώρας, το οποίο θα μεγεθυνθεί μπροστά στα μάτια και του πλέον δύσπιστου τους επόμενους μήνες.