Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει διάχυτη στην ελληνική κοινωνία η εντύπωση ότι τα κόμματα λειτουργούν εν πολλοίς μέσα σε μια ψευδαισθητική παραίσθηση, σαν να μην είναι, ως πολιτικές συλλογικότητες, προερχόμενες μέσα από την κοινωνία αυτής της χώρας. Ορισμένα δε από αυτά εξακολουθούν και λειτουργούν υπό το καθεστώς, αδικαιολόγητων πια για την ιστορική εποχή, εμμονών. Δεν αντιλαμβάνονται ότι το κράτος δεν μπορεί να είναι ούτε λάφυρο ούτε φέουδο, ότι η αυτοαναφορικότητα δεν είναι ούτε τεκμήριο ούτε επιχείρημα υπεροχής, ότι το γεγονός της απόλυτης εξιδανίκευσης της απολυταρχίας (και της ‘αυθεντίας’) του ηγέτη τους δεν αποτελεί ούτε ευαγγέλιο ούτε ιδανική συνθήκη λειτουργίας τους. Ο πολιτικός τους λόγος είναι, στις πλείστες των περιπτώσεων, εφήμερος και επιδερμικός, αναλίσκεται σε ευφυολογήματα αντί με συνέπεια να δημιουργεί κοινωνιοκεντρικές προϋποθέσεις ανάπτυξης και, συνήθως, λόγω της ένδειας και της έλλειψης βιώσιμων προτάσεων, στοχεύει, σχεδόν ως αυτοσκοπός, απλώς στην κριτική του αντιπάλου (ενίοτε δε, και σε ατομικό, προσωπικό επίπεδο, που ουδεμία σχέση με την πολιτική έχει). Σε τακτική δε, βάση επιστρατεύεται ο λαϊκισμός, ο οποίος, ως εύπεπτη κοινωνική τροφή, στοχεύει στη σύγχυση και την παραπληροφόρηση μέσα από την ανάλογη προβολή και αναπαραγωγή από τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ούτε όμως η πραγματικότητα ούτε και η δύσκολη καθημερινότητα μπορεί να βελτιωθεί με πρακτικές στρουθοκαμηλισμού ή πλασματικού εξωραϊσμού.
Στο φόντο αυτής της ρευστοποιητικής, για την πολιτική, υπαρκτικής αντίληψης των κομμάτων, η κοινωνία βιώνει μια κρίση βαθύτερη από εκείνη των μνημονιακών χρόνων χωρίς καν οι υπαίτιοι της κρίσης αυτής να αντιλαμβάνονται την ευθύνη τους! Σύμφωνα με την πρόσφατη ανακοίνωση της Eurostat (εδώ), στη χώρα μας, ανάμεσα στα άλλα αρνητικά, το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών διευρύνεται, ο κίνδυνος φτωχοποίησης αυξάνεται δραματικά, το κόστος στέγασης είναι το μεγαλύτερο σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες ενώ υπάρχει φανερή αδυναμία ακόμα και για να επισκεφτούμε το γιατρό! Κι ενώ η πραγματικότητα αποτυπώνει μια, παγιωμένη πια, δύσκολη κοινωνική κατάσταση, τα περισσότερα κόμματα, μέσα στην επικίνδυνα οξειδωτική πολιτική φθορά τους, επιδεικνύουν εν τοις πράγμασι μια, συστηματικώς πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα, αδιαφορία απέναντι στην εξεύρεση πρακτικών και μακροπρόθεσμων λύσεων στα καθημερινά προβλήματα του Έλληνα πολίτη.
Η κρίση των κομμάτων είναι πλέον πρόδηλη στα μάτια των πολιτών. Ήδη, εξαιτίας του γεγονότος αυτού, η συμμετοχή των ψηφοφόρων – πολιτών στις εκλογές γίνεται ολοένα και μικρότερη σε σύγκριση με την διογκούμενη αποχή, αποδυναμώνοντας περαιτέρω, μέσα στο παγκοσμιοποιημένο κι εξόχως δύσκολο οικονομικό γίγνεσθαι, την ήδη ασθμαίνουσα Δημοκρατία, η οποία στη χώρα μας δίνει την εντύπωση πως έχει πια ιδεολογική και φιλοσοφική αξία ίσως μόνο για τους ρομαντικούς! Το αποτέλεσμα αυταπόδεικτο: Τα άτολμα κόμματα, άτολμη πολιτική παράγουν.
Η επικίνδυνη παγίδευση της ελληνικής κοινωνίας στην λειτουργική κρίση των κομμάτων την έχει καθηλώσει μέσα σε μια ασφυκτική στασιμότητα, αν όχι οπισθοδρόμηση. Δυστυχώς, δεν φαίνεται πως υπάρχει κάποιος ισχυρός μηχανισμός απεμπλοκής της, με δύναμη ικανή να αντιστρέψει την κοινωνικά δύσφορη αυτή κατάσταση. Οι στερημένοι Έλληνες πολίτες πληθαίνουν μέρα με τη μέρα και μοιραία απελπισμένοι στέκονται ακίνητοι και ανήμποροι, σαν αγκυλωμένοι, μπροστά στην αδυναμία τους. Στην αδυναμία τους να προμηθευτούν τα απαραίτητα, να πληρώσουν τα ενοίκιο, να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να επισκεφτούν το γιατρό, να εξοφλήσουν το λογαριασμό της ηλεκτρικής ενέργειας, να μπορέσουν να ονειρευτούν ένα καλύτερο αύριο… Τα κομματικά ζητήματα δεν είναι και πολιτικά ζητήματα. Κι επειδή δεύτερη ζωή δεν έχει, όπως εύστοχα σημείωσε ο ποιητής, η αξιοπρέπεια των Ελλήνων πολιτών ενδεχομένως να πρέπει να γίνει το κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα πια. Εκεί, στα εσωστρεφή κόμματα όμως, ακούει άραγε κανείς;