«Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050;». Όποιος παρακολουθεί της πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, την Ευρώπη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο χωρίς κομματική τύφλωση και ιδεολογική προκατάληψη, είναι σίγουρο πως θα έχει σχηματοποιήσει την ερώτηση αυτή στο μυαλό του.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ κοινωνιολογίας, συγγραφέας, δοκιμιογράφος, βιβλιοκριτικός και αρθρογράφος. Πρόσφατα από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια κυκλοφόρησε το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050; – Μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα» στο οποίο προσπαθεί να απαντήσει ακριβώς στο ερώτημα αυτό.
Με εργαλεία την εξαιρετική θεωρητική του κατάρτιση και την αναλυτική του ικανότητα, ο συγγραφέας καταπιάνεται με τα δύσκολα, αναζητώντας λόγους και αιτίες για να περιγράψει την κρίση της δημοκρατίας με τα συνεπακόλουθά της. Πάντα με άξονα την πολιτική ο κ. Σιακαντάρης δεν διστάζει να αντιταχθεί σε απόψεις που τείνουν να επικρατήσουν στη δημόσια σφαίρα και αφορούν τον λαϊκισμό, τη λειτουργία των σύγχρονων κομμάτων, την άνοδο της ακροδεξιάς, την διάκριση δεξιάς-αριστεράς.
Αποδεχόμενος την πρόσκλησή μου για μια κουβέντα με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου, ο κ. Σιακαντάρης θα σημειώσει πως “ η πολιτική διαμορφώνεται από τις απευθείας διαπραγματεύσεις και συνδιαλλαγές ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία και το πολιτικό χρήμα”, σημειώνοντας πως “όταν οι δημοκρατίες απογοητεύουν, τότε κινδυνεύουν, όταν κινητοποιούνται υπέρ της πλειοψηφίας των πολιτών, τότε είναι θωρακισμένες”. Στη συνέντευξή του αποδομεί τον τρόπο εκλογής του προέδρου ενός κόμματος από τη βάση, αναλύει τους λόγους ανόδου των δυνάμεων της ακροδεξιάς, φωτίζει τον ρόλο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και μιλάει για την Κεντροαριστερά στην Ελλάδα.
Μεταπολιτική είναι η μετατροπή της πολιτικής απλώς σε ζήτημα διαχείρισης όμοιων λύσεων. Και μεταδημοκρατία η μετατροπή της δημοκρατίας σε σύστημα αδιάφορο για την ισότητα
Παρακολουθώντας τις εσωκομματικές εκλογές στο ΠΑΣΟΚ ανέσυρα από τις σημειώσεις μου τη διαπίστωση που κάνετε στο πρόσφατο βιβλίο σας «Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050;» (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια), «η προσέλευση χιλιάδων για να ψηφίσουν πρόεδρο (σε κάποιο κόμμα) είναι το σημείο βρασμού του νερού, όπου τα κόμματα καρτέλ μετατρέπονται σε μετακόμματα». Τελικά η αθρόα συμμετοχή «φίλων» στην εσωκομματική διαδικασία δεν αποτελεί «νίκη της Δημοκρατίας»;
Κατανοώ την αγωνία πολλών για μεγαλύτερη συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες. Η «εκλογή από τη βάση» θεωρείται μια απ’ αυτές. Είναι όμως έτσι; Η εκλογή από τη βάση προβάλλεται ως απάντηση στον κατά Ρόμπερτ Μίχελς «σιδηρούν νόμο της ολιγαρχίας» που θέλει τα μαζικά κόμματα στις αρχές του 20ου αιώνα να μετατρέπονται σε μήτρα κυριαρχίας των εκλεγμένων επί των εκλογέων, των αντιπροσώπων επί των αντιπροσωπευόμενων. Την ανακάλυψαν πρώτα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και ακολούθησαν τα κεντροδεξιά. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ήταν το πρώτο κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που την εφάρμοσε. Σήμερα αυτός δεν είναι καν κόμμα.
Η εκλογή από τη βάση ήταν η απάντηση σε μια τριπλή αλλαγή: τη μείωση του αριθμού των κομματικών μελών, την υψηλή εκλογική κινητικότητα από το ένα κόμμα- καρτέλ στο άλλο και τη χαμηλότερη συμμετοχή στις εθνικές εκλογές. Αλλαγές που μειώνουν το χρόνο διατήρησης στην εξουσία κάθε νέας κομματικής ηγεσίας. Το μέσο που «εφευρέθηκε» για απάντηση στις παραπάνω αλλαγές ήταν η δήθεν δημοκρατική εκλογή από μια ανοικτή στους πάντες βάση. Υπάρχουν πλέον μόνο ψηφοφόροι, όχι μέλη. Η έννοια του μέλους του κόμματος καταργείται και αντικαθίσταται από τον θαυμαστή του νέου ηγέτη. Του οποίου όμως η κομματική ζωή είναι σύντομη. Ρευστή η εκλογική βάση, ρευστή και η ηγεσία. Η εκλογή από τη βάση μετατρέπει τον φίλο του κόμματος σε καταναλωτή κομμάτων που μπορεί να επιλέγει προϊόντα απ’ όποιο καλάθι, συγγνώμη κόμμα θέλει. Αυτή η εξέλιξη βαυκαλίζει τους ψηφοφόρους ότι γίνονται κυρίαρχοι επί των κυρίαρχων τους. Γεννιέται όμως έτσι ο ηγέτης Βοναπάρτης. Όπως έγραφε πάλι ο Μίχελς, ο βοναπαρτισμός «αναγνωρίζει τόσο απόλυτα τη λαϊκή θέληση ώστε της παρέχει το δικαίωμα της αυτοχειρίας». Η εκλογή από την ανοικτή σ’ όλες και όλους βάση επιτείνει αυτό που με σύγχρονους πολιτικούς όρους ονομάζεται «προεδροποίηση της πολιτικής». Μια ασφαλιστική δικλείδα που εφαρμόζουν το SPD και το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι η εκλογή μόνο από τα μέλη. Έξι μήνες πριν τις εκλογές κλείνει η λίστα μελών που έχουν δικαίωμα ψήφου. Όσοι γραφούν μετά δεν έχουν δικαίωμα ψήφου. Στα καθ’ ημάς όμως ο καθένας μπορεί να ψηφίσει σε όποιο κόμμα θέλει ή και σ’ όλα.
Θα ήθελα να μείνουμε για λίγο στην εποχή του «μετά-». Πώς ορίζεται η εποχή αυτή και ποιοι οι κίνδυνοι που δημιουργούνται για την Δημοκρατία μας;
Ο Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος στη βιβλιοκρισία του (ΤΑ ΝΕΑ- Βιβλιοδρόμιο- 07-09-2024) για το τελευταίο βιβλίο μου που αναφέρατε ήδη επικαλούμενος τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, κάνει μια πολύ σωστή παρατήρηση. Πως η χρήση του όρου «μετά» προδίδει απουσία νέων εργαλείων για τη νοηματοδότηση των νέων πολιτικών εξελίξεων. Το «μετά» φανερώνει τη σημερινή αμηχανία των διανοουμένων να συλλάβουν καινοφανή πολιτικο-κοινωνικά φαινόμενα με τη βοήθεια των υπαρχουσών κατηγοριών ταξινόμησής τους και να προβλέψουν τον τρόπο εξέλιξής τους». Έχει απόλυτο δίκιο. Μέχρι όμως να βρεθούν οι νέοι όροι, θεωρώ πως το «μετά» αποδίδει καλύτερα τις πολιτικές εξελίξεις. Με δυο λόγια μεταπολιτική είναι η μετατροπή της πολιτικής απλώς σε ζήτημα διαχείρισης όμοιων λύσεων. Και μεταδημοκρατία η μετατροπή της δημοκρατίας σε σύστημα αδιάφορο για την ισότητα. Όπως έγραφε και ο Κόλιν Κράουτς, ο πρώτος που μίλησε για τη «μεταδημοκρατία» σ’ αυτήν «μολονότι διεξάγονται εκλογές και οι κυβερνήσεις μπορούν να αλλάξουν, ο προεκλογικός αγώνας είναι ένα πλήρως ελεγχόμενο θέαμα που ενορχηστρώνεται από ανταγωνιστικές ομάδες επαγγελματιών ειδικευμένων στις τεχνικές της πειθούς, και επικεντρώνει στενά σε ένα μικρό φάσμα θεμάτων που επιλέγονται από συγκεκριμένες ομάδες». Εδώ η πολιτική διαμορφώνεται από τις απευθείας διαπραγματεύσεις και συνδιαλλαγές ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία και το πολιτικό χρήμα. Εδώ τα κόμματα-καρτέλ ή σουπερμάρκετ έχουν «ρευστούς» δεσμούς με αυτό που παλαιότερα ήταν η ταξική και κομματική τους βάση. Τώρα ελπίζουν να αποκτήσουν νέο ακροατήριο, όχι βάσει κάποιων ιδεολογικών έστω και ιδεοληπτικών σχημάτων, αλλά χάρη στην υπόσχεση διανομής αγαθών όταν το κόμμα βρίσκεται ή όταν επανέρχεται στην εξουσία. Αυτό όμως προϋποθέτει ένα σύστημα πατρωνίας. Και επειδή πλέον δεν είναι δυνατόν αυτή η πατρωνία να εκφραστεί με τον παλαιό τρόπο, με τους τοπάρχες και τους κομματάρχες, επιχειρείται μέσω της εκλογής από τη βάση να υπάρξει μια αδιαμεσολάβητη σχέση μεταξύ ηγέτη και «φίλων» που «σήμερα είναι εδώ και αύριο αλλού». Ο ηγέτης γίνεται πάτρωνας των «φίλων» που δεν τους συνέχουν οι ιδέες, αλλά μόνο οι προθάλαμοι κρατικών ωφελημάτων. Αυτοί οι «φίλοι» πίνουν νερό στο όνομα της όποιας πομφόλυγας και αδολεσχίας του ηγέτη. Αυτό όμως είναι η εποχή του μετακόμματος. Στο μετακόμμα, γράφω στο τελευταίο βιβλίο μου, «το κόμμα θυμίζει κόμμα, αλλά είναι μετακόμμα και οργανώνει συνέδρια που θυμίζουν συνέδρια, αλλά είναι μετασυνέδρια. Αυτά τα κόμματα δεν έχουν «θέσεις» που ψηφίζονται στα συνέδριά τους. Θέσεις τους είναι το βιογραφικό των ηγετών τους». Μη μου πείτε πως αυτό δεν σας θυμίζει κάτι;
Γιορτάσαμε στην Ελλάδα τα 50 χρόνια Δημοκρατίας. Αναμφίβολα πρόκειται για μια περίοδο σταθερότητας και ανάπτυξης, αν τη συγκρίνει κάποιος με περασμένες ιστορικές περιόδους. Ωστόσο την τελευταία δεκαετία η Δημοκρατία δοκιμάστηκε και στην χώρα μας. Πόσο ισχυρή είναι και ποιοι οι κίνδυνοι που την απειλούν;
Η Δημοκρατία μας στερεώθηκε όλα αυτά τα χρόνια και το ισοζύγιο θετικών – αρνητικών γέρνει υπέρ των θετικών. Παρόλα αυτά οι δημοκρατίες είναι εύκαμπτα συστήματα τα οποία πάντα χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Οι δημοκρατίες απειλούνται όταν αυτές ξεχνούν τους πολίτες για χάρη των ελίτ. Και σπεύδω να τονίσω πως αυτή η άποψη δεν είναι λαϊκισμός. Δεν είναι λαϊκισμός κάθε αγωνία για την τύχη των κατά Τζον Ρωλς «μη ευνοημένων» στρωμάτων. Η Δημοκρατία δεν είναι ένα πράγμα που το κατέχεις ή δεν το κατέχεις, αλλά ένα σύνολο σχέσεων. Και οι σχέσεις είναι πάντα ασταθείς, με πισωγυρίσματα. Η σημερινή συγκέντρωση εξουσιών στην εκτελεστική εξουσία (επιτελικό κράτος) το μαρτυρά. Η δημοκρατία είναι ισχυρή όταν εκπληρώνει τα κοινωνικά της καθήκοντα. Αυτή εν αντιθέσει με την άποψη κάποιων γιαλαντζί φιλελεύθερων δεν έχει μόνο τη διάσταση του πλουραλισμού και των ατομικών ελευθεριών, έχει και τη διάσταση των κοινωνικών δικαιωμάτων και της ισότητας. Πολλοί εξ όσων στρέφονται στην Ακροδεξιά, δεν είναι εχθροί των δημοκρατιών, αλλά απογοητευμένοι απ’ αυτές. Όταν οι δημοκρατίες απογοητεύουν, τότε κινδυνεύουν, όταν κινητοποιούνται υπέρ της πλειοψηφίας των πολιτών, τότε είναι θωρακισμένες.
Οι πολίτες όταν κοιτούν αριστερά-δεξιά και βλέπουν μόνο «Κέντρο», στρέφονται στον εθνικολαϊκισμό που κολακεύει τα ένστικτα και όχι τη λογική τους
Βλέπουμε μια κλιμακούμενη άνοδο των δυνάμεων της ακροδεξιάς σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ δεν αποκλείεται να ζήσουμε μια ακόμη προεδρία του Ντόναλντ Τράμπ στην Αμερική. Πώς εξηγείται η άνοδος των δυνάμεων αυτών και πόσο πιθανό είναι να ζήσουμε ξανά σε μια «σκοτεινή Ήπειρο»;
Διαφωνώ κατηγορηματικά με όλη αυτή τη δαιμονοποίηση των αποτελεσμάτων των εκλογών στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Ο κίνδυνος από την Ακροδεξιά όντως είναι υπαρκτός. Οι λόγοι όμως με τους οποίους δικαιολογείται αυτή η άνοδος, συμβάλλει στην περαιτέρω άνοδο. Ο λαϊκισμός κηρύσσεται ως η πρώτη αιτία αυτής της ανόδου. Αντί να υπάρχουν αναλύσεις για τους λόγους που ανεβαίνει ο ακροδεξιός λαϊκισμός, αυτές βάζουν το κάρο μπροστά από το άλογο. Θεωρούν το αποτέλεσμα ως αιτία. Ο λαϊκισμός είναι το αποτέλεσμα και όχι η αιτία. Αιτία είναι η μετάβαση των δυτικών κοινωνιών μετά το 1980 και κυρίως μετά το 1990 σε κοινωνίες καθοδικής κοινωνικής κινητικότητας από κοινωνίες ανοδικής κινητικότητας. Αν δεν αντιστραφούν αυτές οι τάσεις, να μη περιμένουμε η Ακροδεξιά να χάνει. Μόνο να κερδίζει, μπορεί. Αν συνεχιστεί να ονομάζεται λαϊκισμός κάθε κριτική στις ελίτ, στην ασυδοσία της αγοράς και στον μεγάλο πλούτο, τόσο η Ακροδεξιά θα δυναμώνει. Βεβαίως το κατάργηση του μνημονίου «με ένα νόμο και ένα άρθρο» είναι καραμπινάτος λαϊκισμός, αλλά η ανάδειξη του γεγονότος πως οι μεσαίοι και οι αδύναμοι πιέζονται από την ακρίβεια και καταδυναστεύονται όταν τρέχουν στα νοσοκομεία λόγω των ελλείψεων τους σε γιατρούς και νοσηλευτές δεν είναι λαϊκισμός. Δεν είναι ο λαϊκισμός η αιτία της ανόδου της Ακροδεξιάς, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Η υποστολή της κριτικής στα κενά των δημοκρατιών, είναι αυτή η αιτία. Οι απόψεις περί μιας νέας «Σκοτεινής Ηπείρου» πιο πολύ αποσκοπούν στη δημιουργία φόβων που θα αποτρέπουν τις κοινωνικές διεκδικήσεις για μια καλύτερη ζωή.
Ο διαχωρισμός «φίλοι-εχθροί» της δημοκρατίας αντικαθιστώντας αυτόν μεταξύ Αριστεράς-Δεξιάς στέλνει τα ασθενέστερα και λιγότερο μορφωμένα στρώματα κατευθείαν στο στόμα του λύκου των νατιβιστικών λαϊκισμών. Οι πολίτες όταν κοιτούν αριστερά-δεξιά και βλέπουν μόνο «Κέντρο», στρέφονται στον εθνικολαϊκισμό που κολακεύει τα ένστικτα και όχι τη λογική τους. Αλλά και η αδιαφορία για τα προβλήματα που γεννά ο φόβος, κυρίως των λιγότερο μορφωμένων στρωμάτων, για αλλοίωση -λόγω της μετανάστευσης- της εθνικής τους ταυτότητας ενισχύει τον νατιβισμό. Η απάντηση σ’ αυτές τις ανησυχίες είναι η μετάβαση από την απαξιωτική «αξιοκρατία» στην αξιοπρέπεια όλων ανεξαρτήτως γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων. Αξιοκρατία για τον καθένα αξιοπρέπεια γι’ όλους ζητούν οι απογοητευμένοι από την αδυναμία των φιλελεύθερων Δημοκρατιών να εκφράσουν και τις δικές τους αγωνίες.
Ποιος ο ρόλος των ΜΜΕ στην διαμόρφωση της νέας πραγματικότητας;
Τηλεόραση και Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης είναι «υπαρξιακοί» αντίπαλοι του σοβαρού και ελεγχόμενου για την ποιότητά του έντυπου λόγου. Από το τρίπτυχο του BBC «ενημέρωση, εκπαίδευση, διασκέδαση» έχει φύγει εντελώς η εκπαίδευση και τα άλλα δυο έχουν γίνει ενημερωδιασκέδαση, όπου το «κακό» και ο εντυπωσιασμός κυριαρχούν. Ένα παράδειγμα. Το βράδυ της πρώτης Κυριακής των εκλογών στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. στα κανάλια περίμεναν ως μάννα εξ ουρανού ο Γερουλάνος να κάνει ένσταση για το αποτέλεσμα. Η δημοκρατική του στάση δεν ευνοούσε τον κόσμο των εντυπώσεων από τον οποίοι τρέφονται οι τηλεοπτικοί δίαυλοι. Στις ειδήσεις πλέον έχουμε λίγα λεπτά για την πολιτική και το υπόλοιπο για ότι χειρότερο μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου. Φόνοι, βιασμοί, ξυλοδαρμοί, γυναικοκτονίες «καταδικάζονται» με τη συνοδεία κατάλληλης υποβλητικής μουσικής και εικόνων που παρακινούν στις πράξεις τις οποίες υποτίθεται ότι καταδικάζουν. Ενώ και η σάτιρα του σεξισμού των ριάλιτι από κάποιες δήθεν σατιρικές εκπομπές αναπαραγάγουν τη χυδαιότητα του πρωτότυπου. Αυτό είναι το βασικό τηλεοπτικό «μενού». Εύπεπτο αλλά ανθυγιεινό. Αντιθέτως η «διατροφή» του σοβαρού τύπου ως επί το πλείστον είναι δύσπεπτη αλλά υγιεινή. Ο έντυπος λόγος αντέχει ακόμη στις σοβαρές αναλύσεις.
Εξίσου ενδυναμωμένη, αν και όχι στο βαθμό που παρουσιάζεται, είναι η ισχύς των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Ζούμε σε εποχές μετάβασης από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία στη δημοκρατία της γνώμης, μια δημοκρατία στην οποία κυριαρχούν βεβαίως τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, αλλά και μια δημοκρατία σκεπτικιστική, ατομικιστική και αρκετά αδύναμη. Αυτή η νέα δημοκρατία επιδεινώνει και επιταχύνει τη φθορά της εξουσίας. Υποβαλλόμενοι οι πολιτικοί και οι κυβερνώντες στη διαρκή χλεύη, στα fake news και τις «εναλλακτικές αλήθειες» των αλυσίδων συνεχούς πληροφόρησης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, υποχρεωμένοι να γίνονται σταρ των ΜΜΕ, προκειμένου να διατηρούν την άμεση πρόσβασή τους στους εκλογείς, αμφισβητούμενοι στο εσωτερικό του δικού τους κόμματος από τους «διαφωνούντες», οι οποίοι βρίσκουν σε αυτή τη στάση το μέσο της δικής τους πρόσβασης στα μέσα επικοινωνίας, οι «πολιτικοί» χάνουν γρήγορα το κεφάλαιο εμπιστοσύνης που διέθεταν και τη δύναμή τους για δράση.
Καταγράφεται πλέον ως δεδομένο η υποχώρηση των δυνάμεων της κεντροαριστεράς και η αδυναμία της να εκφράσει τις ανάγκες και τις αγωνίες των κοινωνικών στρωμάτων που κάποτε αποτελούσαν τον κινητήριο μοχλό της. Γιατί η Κεντροαριστερά αδυνατεί να συγκροτήσει ένα ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο το οποίο θα ερμηνεύει το νέο κόσμο και θα εκφράζει το μέλλον;
Όλα όσα αναφέρθηκαν για τις αιτίες της ανόδου της Ακροδεξιάς αφορούν και τις αιτίες της πτώσης της σοσιαλδημοκρατίας, με αντίθετο πρόσημο. Στη σοσιαλδημοκρατία πιστώνεται το κράτος πρόνοιας, η αναδιανομή, η παράταξη του πρωτείου της δημοκρατίας και της παραγωγής, ο σεβασμός της προς την ακριβοδίκαιη κοινωνία και στην αξία κάθε ανθρώπου ανεξαρτήτων γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων, ανεξαρτήτως της κατάρτισής του που τον έκανε ότι τον έκανε. Και είναι αυτή η αίσθηση πως στον δρόμο της κάπου «ξέχασε» τον σεβασμό στην ακριβοδικία και στην αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπων. Αυτό οδήγησε στην κρίση εμπιστοσύνης προς αυτήν. Και είναι ακριβώς όχι οι γενικολογίες περί μετώπου κατά του νεοφιλελευθερισμού, αλλά η επιστροφή στην ακριβοδικία και την αξιοπρέπεια τόσο των μορφωμένων αλλά και των λιγότερο μορφωμένων που θα την επαναφέρει εκεί που ήταν. Μια νέα σοσιαλδημοκρατική αφήγηση δεν μπορεί να μη εστιάζει στις ευθύνες και των ελίτ για όσα συμβαίνουν σήμερα. Δεν μπορεί κορμό των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών να αποτελούν η «κανονικότητα», η «τεχνοκρατία», η «αξιοκρατία» και όχι η μάχη κατά των ανισοτήτων με όπλο την προοδευτική φορολογία εισοδημάτων, περιουσιών και κληρονομιάς. Οι σοσιαλδημοκράτες οφείλουν να είναι με τις διαρθρωτικές αλλαγές, με την ανανέωση, με τις ρήξεις, με τις κοινωνικές τομές και όχι με τις από τα πάνω μεταρρυθμίσεις των κυρίαρχων αγορών, με μια «κανονικότητα» που αφήνει τα μείζονα, και τα πιο άνισα ταξικά χαρακτηριστικά των κοινωνιών να παραμένουν ως έχουν.
Στην Ελλάδα ζούμε από τη μια την υπαρξιακή αγωνία του ΠΑΣΟΚ να ανασυσταθεί σε πόλο εξουσίας και από την άλλη ένα πραγματικό θέατρο παραλόγου στον ΣΥΡΙΖΑ. Ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα;
Η Κεντροαριστερά στην Ελλάδα ως ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν έχει κανένα μέλλον, ούτε εξάλλου ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ποτέ Κεντροαριστερά. Η Κεντροαριστερά ως ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ακόμη κι αν αλλάξει ηγεσία, έχει ταβάνι που δεν μπορεί να την κάνει πλειοψηφικό κόμμα. Μόνο αν ξεκινήσει χθες μια μεγάλη συζήτηση για το πως η σκουριασμένη σε ιδέες σοσιαλδημοκρατία μπορεί να ανανεωθεί με τον ριζοσπαστισμό της άλλης Αριστεράς και το πώς η απαρχαιωμένη ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί να συνομιλήσει με τη σοσιαλδημοκρατία, μόνο τότε μπορούν να γίνουν πόλος εξουσίας. Αυτό όπως καταλαβαίνετε, δεν έχει καμία σχέση με τη συνένωση των μηχανισμών των δυο κομμάτων, όπως προτείνουν κάποιοι που σκέπτονται μόνο μηχανιστικά, χωρίς να τους εμπνέουν μεγάλες ιδέες. Σημαντικό ρόλο εδώ θα μπορούσε να παίξει το μικρό σε ποσοστά αλλά μεγάλο σε δεξαμενή ιδεών κόμμα της Νέας Αριστεράς. Αν και ποτέ δεν θα ήταν πιο αναγκαία σήμερα η ύπαρξη ενός κόμματος, όπως ήταν η ΔΗΜΑΡ.