Υπάρχουν βράδια που λατρεύω να περπατάω μέσα στην πόλη κοιτάζοντας τα φωτισμένα διαμερίσματα των πολυκατοικιών. Πάντα ένα φως σε ένα διαμέρισμα αιχμαλωτίζει την ματιά και το μυαλό μου. Πιάνω τον εαυτό μου να μονολογεί αθόρυβα:
Ποιο δωμάτιο είναι αυτό άραγε;
Είναι η κουζίνα;
Το καθιστικό;
Και ποιοι κάθονται εκεί μέσα τώρα;
Ένας;
Ένα ζευγάρι;
Τα παιδιά; Υπάρχουν παιδιά;
Και τι συζητάνε;
Να συζητάνε για τα μαθήματα του σχολείου;
Για το μέλλον;
Ή μήπως για το παρελθόν;
Για όλα αυτά που έφυγαν και δεν θα ξαναγυρίσουν;
Και πώς είναι το δωμάτιο;
Ερωτήσεις…
Σχεδόν οι ίδιες πάντα ερωτήσεις, με το μυαλό μου να χάνεται σε ιστορίες που πλάθει το ίδιο.
Γνωρίζω πως αυτό που σας περιγράφω δεν συμβαίνει μόνο σε μένα. Έχω συναντήσει κι άλλους ανθρώπους που τυχαίνει να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο κατά τη διάρκεια των βραδινών τους περιπάτων.
Διαβάζοντας λοιπόν το βιβλίο της Σοφίας Νικολαΐδου «Δικά μας Παιδιά», εκδόσεις Μεταίχμιο, και μάλιστα σε μια εποχή όπου δεν μπορούσα να περπατήσω, εξαιτίας μιας πρόσφατης χειρουργικής επέμβασης στη μέση μου, ένιωσα πως απολάμβανα και πάλι αυτό που μου προκαλεί το μυαλό.
Το βιβλίο οδήγησε το μυαλό μου σε βόλτες νυχτερινές, σε πολυκατοικίες άγνωστες σε μένα και σε ανθρώπους που διαμένουν μέσα στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών αυτών, αλλά και σε διαμερίσματα διπλανά στο δικό μου. Διπλανά ενδεχομένως και στα δικά σας.
Γιατί οι πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι άνθρωποι της κοινωνίας μας. Άνθρωποι «γνωστοί-άγνωστοι» που ζουν και αναπνέουν τον ίδιο αέρα με μας, που κινούνται στα ίδια σοκάκια, που εργάζονται στις ίδιες δουλειές, που έχουν τους ίδιους φόβους και τις ίδιες ανασφάλειες με μας, που έχουμε τα ίδια παιδιά.
Τα δικά μας παιδιά.
Αυτά τα παιδιά που τους παραδίνουμε έναν κόσμο, νομίζαμε καλύτερο από αυτόν που παρέδωσαν σε μας οι δικοί μας γονείς και που καταλαβαίνουμε στην πορεία πως ίσως να μην είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα.
Αυτές ήταν μερικές από τις σκέψεις μου, τις οποίες ήθελα να μοιραστώ με την συγγραφέα. Η Σοφία Νικολαΐδου, μια από τις πλέον χαρισματικές προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων δεν είχε καμία αντίρρηση να απαντήσει στις ερωτήσεις μου…
Ποιο ήταν το ερέθισμα για να προσπαθήσετε να μπείτε στον κόσμο των εφήβων; Ποιες σκέψεις σας οδήγησαν εκεί;
Ο κόσμος των εφήβων με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Είναι η περίοδος που όλα μοιάζουν μεγάλα και δραματικά (οι έρωτες, οι απογοητεύσεις, οι φίλοι, οι εχθρότητες), η περίοδος που όλα διαμορφώνονται και αλλάζουν (οι απόψεις, τα αισθήματα, τα γούστα). Η εφηβεία πετάει σπίθες, είναι γεμάτη δυνατότητες και εκρηκτική ενέργεια, που συχνά οι έφηβοι δεν ξέρουν τι να την κάνουν. Η αίσθηση ότι ως έφηβος ξέρεις τα πάντα και οι μεγαλύτεροι δεν καταλαβαίνουν τίποτα, η καταβύθιση σε ένα είδος λύπης ή αγωνίας που δεν ξέρεις από πού σου έρχεται, οι τεκτονικές πλάκες της ζωής που νιώθεις κινούνται κάτω από τα πόδια σου. Ξέρετε, οι άνθρωποι που ζούμε την εφηβεία μέσα από τη δουλειά μας (π.χ. οι εκπαιδευτικοί) ή οι άνθρωποι που έχουμε την εφηβεία μέσα στο σπίτι μας (οι γονείς) καμιά φορά νομίζουμε ότι ξέρουμε τα πράγματα από μέσα. Δεν είναι ακριβώς έτσι, πρόκειται για έναν περίκλειστο κόσμο. Δεν ανοίγει εύκολα η πόρτα σε ένα εφηβικό δωμάτιο. Αυτό που θα ήθελα να αποτυπώσω με το μυθιστόρημα «Δικά μας Παιδιά» είναι το φλογοβόλο τώρα – τη στιγμή που συμβαίνει. Το πώς αντικρίζονται οι δυο γενιές, η γενιά των εφήβων αλλά και η γενιά των γονιών τους, που υπήρξαν κι αυτοί έφηβοι παλαιότερα. Γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις το σήμερα αποκομμένο από το χθες, μακριά από τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε. Με ενδιέφερε πολύ να δω αφηγηματικά αν αυτός ο γκρεμός που χωρίζει τις δυο γενιές και αφορά τη γλώσσα, τα γούστα, τον τρόπο που κανείς αντιλαμβάνεται και μετράει τα πράγματα μπορεί να γίνει, κάποια στιγμή, γέφυρα.
Τι συναντήσατε μέσα στον κόσμο αυτό; Ποια είναι τα «δικά μας παιδιά» τελικά;
«Δικά μας παιδιά» για κάποιους από τους γονείς της ιστορίας μας είναι όλα τα παιδιά. Για κάποιους άλλους γονείς της ιστορίας είναι μόνο τα δικά τους παιδιά, που προσπαθούν να τα προστατέψουν και να τα γλιτώσουν από τα δύσκολα, ακόμη και από τις συνέπειες των πράξεών τους. «Δικά μας παιδιά» για τους εφήβους της ιστορίας μας είναι οι δικοί τους άνθρωποι, οι συνομήλικοι με τους οποίους συνεννοούνται, αγόρια και κορίτσια που πιστεύουν στα ίδια πράγματα, αντιλαμβάνονται τον κόσμο με παρόμοιο τρόπο. Είναι πολλές οι εκδοχές μέσα στο βιβλίο και οι αναγνώστες δίνουν τη δική τους ερμηνεία κάθε φορά – άλλωστε αυτή είναι η χαρά της λογοτεχνίας, να βλέπεις τον κόσμο με τα μάτια των ηρώων και να ζεις τις ζωές τους.
Το βιβλίο σας αποτελεί –εκτός όλων των άλλων- και ένα αποτύπωμα της συμπεριφοράς των νέων ανθρώπων σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται διαρκώς. Με τι χρώματα θα ζωγραφίζατε το αποτύπωμα αυτό;
Νομίζω πολύχρωμο. Γιατί σε αυτόν τον πίνακα -ή καλύτερα σ’ αυτήν την τοιχογραφία- αποτυπώνονται όλα τα χρώματα, έντονα και αχνά, μαύρα, άσπρα, κόκκινα, όλη η πολύχρωμη γκάμα των αισθημάτων. Αυτό δεν είναι η ζωή όμως; Μια ανοιχτή παλέτα χρωμάτων και αισθημάτων, όπου όλα βρίσκουν τη θέση τους.
Σε κάθε εποχή είναι φυσιολογικό να καταγράφεται μια απόσταση ανάμεσα στις γενιές. Υπάρχει κάποιο στοιχείο που να προκαλεί ανησυχία για την απόσταση που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στους εφήβους της εποχής μας με τις μεγαλύτερες σε ηλικία γενιές;
Αρμόδιοι για να απαντήσουν σε ένα τέτοιο ερώτημα είναι, πιστεύω, οι ειδικοί. Όσο γνωρίζω, δεν υπάρχουν επίσημα καταγεγραμμένα στοιχεία, εννοώ στοιχεία κάποιας αξιοσύστατης έρευνας, στα οποία μπορούμε να βασιστούμε, είτε για την χώρα μας είτε συγκριτικά. Η αίσθηση της απόστασης ανάμεσα στις γενιές είναι κάτι που το ζει η κάθε γενιά, όταν μεγαλώνει. Ίσως η δικιά μας να πίστευε ότι δε θα το ζήσει – και από εκεί, ίσως, ξεκινά το πρόβλημα. Όσο είσαι νέος νομίζεις ότι θα έχεις πάντα το χρυσό κλειδί, ότι σε εσένα ειδικά ποτέ δε θα συμβεί, εσύ δε θα ζήσεις αυτό που έζησε ο δικός σου γονιός. Όμως η ζωή έχει τη φόρα της και είναι γεμάτη εκπλήξεις, ιδίως για πράγματα που μπορεί να θεωρούσαμε δεδομένα.
Τα φώτα της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα εστιάζουν πολύ στα φαινόμενα bullying που σημειώνονται στις τάξεις των νέων ανθρώπων. Ασχολείστε με το φαινόμενο αυτό και στο βιβλίο σας. Πού κάνουμε το λάθος ως κοινωνία;
Ναι, στο μυθιστόρημα υπάρχουν σκηνές εκφοβισμού στη σχολική αυλή αλλά και στα σόσιαλ. «Συμμαθητές που δαγκώνουν σαν οχιές στις αυλές των σχολείων» αναφέρει το οπισθόφυλλο του βιβλίου. Δεν ξέρω να σας απαντήσω ευθέως και τελεσίδικα στο ερώτημά σας, είναι και αυτό ένα ζήτημα που θα πρέπει να το εξετάσει και να το απαντήσει καλύτερα κάποιος ειδικός. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι αντίστοιχα πράγματα συνέβαιναν πάντα στις αυλές των σχολείων, στις αλάνες που παίζαμε, στα πάρκα, μόνο που τότε δεν είχαν αυτό το όνομα. Τα ζήσαμε νομίζω όλοι μας. Είχαν τον μανδύα της πλάκας –έτσι παρουσιάζονταν, άνθρωποι υπέφεραν και τότε κανείς δεν έδινε σημασία. Τώρα – και ευτυχώς- η κατάσταση αυτή έχει όνομα. Τη δείχνουμε με το δάχτυλο, την εντοπίζουμε, προσπαθούμε να καταλάβουμε από πού μας έρχεται και, κυρίως, ψάχνουμε τρόπους να την αντιμετωπίσουμε. Να προλάβουμε, αυτό είναι το σημαντικό. Και να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά – και να εκπαιδευτούμε και οι ίδιοι- ώστε να αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει και να το αντιμετωπίζουμε ουσιαστικά και όχι επιφανειακά. Αυτό είναι το πρώτο βήμα.
Μέσα από το βιβλίο σας διακρίνει κανείς και μια ακτινογραφία της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας, με τις ποικίλες μορφές της. Πόσο έχει αλλάξει η ελληνική οικογένεια τα τελευταία χρόνια;
Νομίζω αρκετά και αυτό είναι ορατό στις σχολικές τάξεις και στα σπίτια μας. Υπάρχουν πολλές -και πολύ λειτουργικές- μονογονεϊκές οικογένειες. Πολλά παιδιά είναι πια μοναχοπαίδια. Ιδίως στις μεγάλες πόλεις. Όπως είπε κι ένας φίλος: σιγά σιγά χάνεται αυτό που ερχόταν από τους αιώνες στη δομή και την αίσθηση της οικογένειας, η εμπειρία του να μεγαλώνεις μαζί με άλλα παιδιά, τα αδέλφια σου. Στο βιβλίο αποτυπώνονται αυτά, όπως και η αίσθηση που είναι κρυστάλλινη στα χρόνια της εφηβείας, η συνενοχή της δυνατής φιλίας, οι φίλοι που γίνονται κι αυτοί οικογένεια.
Αν ένα νέο παιδί ερχόταν να σας συναντήσει και σας ζητούσε μόνο μια συμβουλή για το μέλλον του, ποια θα ήταν αυτή;
Μου βάζετε δύσκολα. Δεν είμαι καλή στις συμβουλές – ούτε να δίνω ούτε και να παίρνω. Πιστεύω πως τα λόγια, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι έπεα πτερόεντα, που έλεγε και ο μέγας Όμηρος. Τα παίρνει ο άνεμος. Οι άνθρωποι μαθαίνουμε μέσα από τις πράξεις, τις δικές μας, των άλλων. Όχι με λόγια, μόνο με παραδείγματα – και, δυστυχώς, με παθήματα.
Οι ήρωες του βιβλίου σας είναι προφανές πως ζουν και κινούνται ανάμεσά μας. Αυτό είναι ένα στοιχείο που βαραίνει ή απελευθερώνει τη συγγραφέα με την ολοκλήρωση του βιβλίου της;
Οι ήρωες κατοικούν μέσα στο σπίτι, όσο γράφω. Η παρουσία τους και η παρέα μαζί τους είναι κομμάτι της συγγραφής -ακούγεται ίσως παράξενο αλλά κάπως έτσι είναι. Καταλαβαίνω ότι το βιβλίο τελείωσε (κυρίως ότι τελείωσε μέσα μου), όταν οι ήρωες φεύγουν από το σπίτι και τότε ακούω να κλείνει η πόρτα πίσω τους. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε βρίσκονται ακόμη εδώ, μαζί μου. Ίσως γιατί οι παρουσιάσεις συνεχίζονται, το ίδιο και οι συζητήσεις με τους αναγνώστες. Δεν το νιώθω ούτε σαν βάρος ούτε και ως απελευθέρωση, για μένα αυτό είναι ζεστή ζωή. Το πιο ακριβό δώρο της λογοτεχνίας.