Βαρύ είναι το τίμημα της λειψυδρίας σε παγκόσμια κλίμακα, όπως προκύπτει από έκθεση της Παγκόσμιας Επιτροπής για την Οικονομία του Νερού (GCEW).
Βάσει της έκθεσης που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη, μέχρι το 2050 η κρίση του νερού θα μπορούσε να προκαλέσει συρρίκνωση του ΑΕΠ των πλουσιότερων χωρών κατά 8% κατά μέσο όρο, ενώ για τις φτωχότερες χώρες το ποσοστό αυτό θα μπορούσε να φτάσει έως και το 15%.
Σύμφωνα με την έκθεση της GCEW, μιας διεθνούς πρωτοβουλίας με στόχο τη βελτίωση της διαχείρισης του νερού, σχεδόν 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι και πάνω από το ήμισυ της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων, βρίσκονται σε περιοχές που αντιμετωπίζουν ξηρασία ή επιδεινούμενη έλλειψη νερού.
Οι περιοχές με υψηλή πυκνότητα πληθυσμού – συμπεριλαμβανομένης της νότιας Ευρώπης, της βορειοανατολικής Κίνας και της βορειοδυτικής Ινδίας – είναι ιδιαίτερα ευάλωτες, σημειώνεται στο σχετικό δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg.
Οι αιτίες
Πέρα από την αποψίλωση των δασών και την κλιματική αλλαγή, οι συγγραφείς της έκθεσης αποδίδουν την επιδείνωση της κρίσης του νερού σε ένα λιγότερο γνωστό πρόβλημα: τις κρατικές επιδοτήσεις που αυξάνουν την υπερβολική χρήση του νερού.
Γίνεται, δε, λόγος για συχνή κακοδιαχείριση του νερού, λόγω ακατάλληλων πολιτικών. Οι επιδοτήσεις σε καλλιέργειες που διψούν για νερό, όπως το βαμβάκι και το ζαχαροκάλαμο, για παράδειγμα, έχουν ενθαρρύνει την καλλιέργειά τους στη Νότια Ασία και τη Μέση Ανατολή, αμφότερες από τις πιο άνυδρες περιοχές του κόσμου.
«Οι τεράστιες σημερινές επιδοτήσεις που συμβάλλουν στην υπερβολική χρήση του νερού σε πολλούς τομείς και στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος θα πρέπει να κατευθυνθούν προς λύσεις εξοικονόμησης νερού, την προστασία και την αποκατάσταση των οικοσυστημάτων γλυκού νερού και τη διασφάλιση της πρόσβασης σε καθαρό νερό για τις ευάλωτες κοινότητες», λένε οι ερευνητές.