«Η Πολιτεία». Έργο μεγάλων διαστάσεων του Αγ. Αστεριάδη. 1969. Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας-Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)
Στην ιστορία της τέχνης υπάρχουν ορισμένα έργα τα οποία «στιγματίζουν» θετικά την πορεία του δημιουργού τους, ασχέτως εάν η καλλιτεχνική τους διαδρομή έχει να επιδείξει αισθητικά σπουδαιότερα επιτεύγματα.
Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι με την «Τζιοκόντα», ο Μιχαήλ Άγγελος με την αγιογράφηση της Καπέλλα Σιξτίνα, ο Πικάσο με την «Γκουέρνικα», είναι ιστορικά ταυτισμένοι ακατάλυτα με τα διάσημα αυτά έργα τους. Στην πόλη μας, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, η «Πολιτεία» είναι το έργο που χαρακτηρίζει τον δικό μας Αγήνορα Αστεριάδη. Είναι ένας πίνακας μέσα στον οποίο ο καλλιτέχνης έχει συμπυκνώσει την ομορφιά της παλιάς Λάρισας όπως την έζησε στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Στο σημερινό κείμενό μας θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε τοπογραφικά εκείνα τα σημεία του πίνακα που αναβιώνουν μνήμες της Λάρισας που χάθηκε και δεν ξαναγυρίζει πια. Με τη σειρά του ο αναγνώστης ας προσπαθήσει να αντιπαραβάλλει κάθε επιμέρους εικόνα της με τη σημερινή της μορφή και ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Δε θα αναφέρουμε βιογραφικά του ζωγράφου. Το έχουμε κάνει επανειλημμένα από τη στήλη αυτήν. Ούτε θα κάνουμε αισθητική ανάλυση του πίνακα, γιατί είναι έργο ειδικών ατόμων, κυρίως ιστορικών της Τέχνης. Θα εντοπίσουμε εκείνα τα στοιχεία του πίνακα τα οποία απεικονίζουν παλαιά κτίσματα, τα περισσότερα των οποίων δεν υπάρχουν πια και θα προσανατολίσουμε τον αναγνώστη στην απεραντοσύνη του έργου, ώστε εκτός της αισθητικής απόλαυσης να αποκτήσει και την εικόνα από πολλά χαμένα ιστορικά κτίσματα της πόλης μας, έστω και με το αισθητικό βλέμμα του καλλιτέχνη.
Το έργο του Αστεριάδη «Πολιτεία» είναι απλωμένο σε τρία συνεχόμενα μεγάλα τελάρα, τα οποία συνενωμένα αποτελούν έναν μεγάλο πίνακα διαστάσεων 165×270 εκατοστά. Φιλοτεχνήθηκε το 1969. Ενώ έχει ως θέμα τη Λάρισα, δεν την κατονομάζει, απλώς την αναφέρει σαν «Πολιτεία», την οποία απεικονίζει με τον δικό του καλλιτεχνικό τρόπο έκφρασης, όπως περίπου μια σύγχρονη αεροφωτογραφία. Μετά τον θάνατο του ζωγράφου το 1977, το έργο περιήλθε στην κατοχή των κληρονόμων του Νικ. και Κων. Αστεριάδη, οι οποίοι το δώρισαν στον Δήμο Λαρισαίων, γιατί έκριναν ότι η θέση του ήταν στην πόλη μας. Σήμερα, όπως γνωρίζουμε, εκτίθεται εδώ στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισα-Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα σε περίοπτη θέση, ενώ αντίγραφό του στολίζει το γραφείο του Δημάρχου.
Τρία χαρακτηριστικά στοιχεία της Λάρισας, ο Πηνειός, η Κεντρική πλατεία και οι γραμμές των τρένων χωρίζουν το έργο σε τρεις άνισες οριζόντιες ζώνες. Η επάνω ζώνη καταγράφει την περιοχή πέρα από το ποτάμι, η μεσαία, η οποία είναι και η ευρύτερη, περιλαμβάνει το κέντρο της πόλης, ενώ η κάτω ζώνη απεικονίζει την περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού, με την αντίστοιχη συνοικία της. Επίσης, κάθετοι και οριζόντιοι άξονες χωρίζουν την πόλη κατά τμήματα. Στα επιμέρους αυτά τμήματα περιλαμβάνονται πολλά αναγνωρίσιμα κτίσματα της Λάρισας, τα οποία χαρακτηρίζουν την ταυτότητά της και θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια με λεπτομέρειες.
ΕΠΑΝΩ ΖΩΝΗ
Στην επάνω ζώνη από αριστερά ο καλλιτέχνης καταγράφει τον Υδατόπυργο, ένα εμβληματικό κτίσμα της πόλης μαζί με τα συνωδά κτίριά του. Περιβάλλεται από την πορεία του ποταμού και αμέσως μετά απεικονίζεται ο Πέρα Μαχαλάς, η σημερινή συνοικία Ιπποκράτης. Δύο στοιχεία της συνοικίας μας δίνει ο Αστεριάδης. Τη σκηνή του θεάτρου «Απόλλων» δίπλα στη γέφυρα και πιο πάνω στον δρόμο προς τον Τύρναβο τον τρούλο του παλιού ναού του Αγ. Χαραλάμπους. Στη συνέχεια η πέτρινη γέφυρα του Πηνειού. Το Αλκαζάρ με το Ηρώο και σκηνές του λούνα παρκ του παζαριού και πιο πέρα το εξοχικό κέντρο «Η Κιβωτός» και ζώα σε βοσκότοπο με φόντο πυκνά δάση.
Πιο κάτω διαγράφεται η ροή του Πηνειού, μέσα στον οποίο πλέουν δύο ψαρόβαρκες. Στο τοίχωμα της αριστερής όχθης του ποταμού ο καλλιτέχνης βρίσκει τον χώρο να αναπτύξει ένα απόσπασμα από τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη που έχει σχέση με τη Λάρισα. Η γραφή είναι μεγαλογράμματη, συνεχόμενη και εκτείνεται σε δύο σειρές. Όμως είναι θολή, γι’ αυτό και δε γίνεται εύκολα αντιληπτή. Διαβάζεται ως εξής:
ΤΑΝ ΠΗΝΕΙΟΥ ΣΕΜΝΑΝ ΧΩΡΑΝ ΚΡΗΠΙΔ’ ΟΥΛΥΜΠΟΥ ΚΑΛΛΙΣΤΑΝ
ΟΛΒΩ ΒΡΙΘΕΙΝ ΦΑΜΑΝ ΗΚΟΥΣ ΕΥΘΑΛΕΙ Τ’ ΕΥΚΑΡΠΕΙΑ.
Το επίγραμμα αυτό αναφέρεται στη σεμνή και όμορφη χώρα που απλώνεται στους πρόποδες του Ολύμπου. Είναι οι στίχοι 214-217 από το έργο του Ευριπίδη και κατά την παράσταση απαγγέλλεται από τον χορό.
ΜΕΣΑΙΑ ΖΩΝΗ
Ξεκινώντας από αριστερά διακρίνουμε πάνω-πάνω οικήματα από τον συνοικισμό της Νέας Φιλιππούπολης και εν συνεχεία το κύριο κτίριο της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής, πνιγμένο μέσα στα δέντρα. Πιο κάτω βλέπουμε τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Οι στρατώνες και το ιπποδρόμιο με τους ιππείς επάνω στα άλογα, στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το επιβλητικό κτίριο της 1ης Στρατιάς. Πιο κάτω διαγράφεται η πισίνα και ο στρατιωτικός ναός της Μεταμορφώσεως, τον οποίο σημειωτέον ότι αγιογράφησε ο Αγήνορας Αστεριάδης με τους μαθητές του.
Δεξιότερα απλώνεται ολόκληρο το κεντρικό μέρος της Λάρισας. Επάνω στην αρχή διακρίνεται το εργοστάσιο των Κουκουτάρα-Καζαντζή και μετά τη γέφυρα όλα τα χαρακτηριστικά σημεία του Λόφου της Ακρόπολης. Η μεγάλη σκάλα που οδηγεί από τη δεξιά όχθη πάνω στον Λόφο, το ρολόι, η Μητρόπολη του Αγ. Αχιλλίου, το Μπεζεστένι και τα υπόστεγα της λαϊκής αγοράς της Τετάρτης.
Πιο χαμηλότερα προβάλλει ο ναός του Αγ. Αθανασίου και εν συνεχεία μια σειρά οικημάτων απροσδιόριστου χαρακτήρα. Το σημείο, όμως, που προσελκύει την προσοχή είναι η Κεντρική πλατεία. Βόρεια υπερέχει το μέγαρο του Χατζημέτο (Λέσχη Ασλάνη) με τον χαρακτηριστικό τρούλο του και ακολουθούν το καφενείο «Εμπορικόν» και το φαρμακείο του αδελφού του Αγαμέμνονα Αστεριάδη. Ανατολικά καταγράφει τα καφενεία «Νέος Κόσμος» και «Παράδεισος». Στο κέντρο της πλατείας ζωγραφίζει την εξέδρα περιτριγυρισμένη από πολλά δέντρα. Εδώ έπαιζαν μουσικά κομμάτια για ψυχαγωγία του κοινού κάθε Πέμπτη και Κυριακή η Φιλαρμονική του Δήμου και η μπάντα του Στρατού. Δεν παραλείπει ο καλλιτέχνης να απεικονίσει και τους τόπους στάθμευσης των αμαξών (λαντώ) και των αυτοκινήτων κοινής χρήσεως πέριξ της πλατείας. Τα αυτοκίνητα βρίσκονται ανατολικά, όπως και σήμερα και οι άμαξες δυτικά, όπως κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Χαμηλότερα ο καλλιτέχνης έδωσε μεγάλο χώρο στην προπολεμική εκκλησία του Αγ. Νικολάου. Το γεγονός εξηγείται γιατί ήταν ο ναός της ενορίας του. Διακρίνεται η αρχιτεκτονική μορφή του (βασιλική) με επέκταση στα πλάγια της δυτικής πλευράς και το χαρακτηριστικό καμπαναριό, το οποίο υπέστη σοβαρές βλάβες από τον σεισμό. Περιβάλλεται από άφθονα δέντρα, όπως ήταν μέχρι τη δεκαετία του 1970, όταν κατεδαφίστηκε για να κτιστεί ο σημερινός περίλαμπρος ναός. Άλλο κτίριο που αναγνωρίζεται στη ζώνη αυτή χαμηλά είναι το 3ο Δημοτικό Σχολείο. Είναι το σχολείο όπου φοίτησε ο καλλιτέχνης όταν ήταν μαθητής του Δημοτικού, αφού το σπίτι του (το Αστεριαδαίικο όπως το ονόμαζαν) βρισκόταν επί της οδού Φαρσάλων (Ρούσβελτ σήμερα), κοντά στη συμβολή της με την οδό Γρηγορίου Ε’.
ΚΑΤΩ ΖΩΝΗ
Στη ζώνη αυτή αριστερά καταγράφεται η συνοικία Φάληρο. Η συνοικία αυτή βρισκόταν δίπλα από τους στρατώνες και κατοικούσαν κυρίως στρατιωτικοί. Ήταν φημισμένη γιατί διέθετε το εξοχικό κέντρο «Φάληρο», από το οποίο πήρε και η συνοικία το όνομα. Το κέντρο αυτό ήταν πνιγμένο στο πράσινο και κατά τους θερινούς μήνες ήταν πολύ δροσερό.
Δεξιότερα ο Αστεριάδης απεικόνισε την περιοχή του Θεσσαλικού Σιδηροδρόμου. Από τις φωτογραφίες που σώθηκαν και από το αντίστοιχο κτίριο στον Σιδηροδρομικό Σταθμό του Βόλου, το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα και αρχιτεκτονικά ήταν πανομοιότυπο με τον Σταθμό της Λάρισας, αναπολούμε την ομορφιά του. Την εικόνα συμπληρώνουν ο σιδηροδρομικός συρμός, το μηχανοστάσιο, οι γραμμές και οι άμαξες, οι οποίες περίμεναν να μεταφέρουν τους ταξιδιώτες στο κέντρο της Λάρισας. Καθώς η απόσταση ήταν μεγάλη και η πόλη προπολεμικά αραιοκατοικημένη (μόλις έφθανε μέχρι τη σημερινή οδό Πολυτεχνείου), ήταν αδύνατη με άλλον τρόπο η προσπέλασή της. Όλα αυτά τα κτίρια, οι εκκλησίες, οι πλατείες, οι δρόμοι, ο αργυροδίνης Πηνειός, τα νοσταλγικά μόνιππα, χαραγμένα βαθιά στη μνήμη του από την παιδική ηλικία και τις συχνές επισκέψεις του στη γενέθλια πόλη, ο Αστεριάδης τα «αναστήλωσε» στον πίνακα. Ο ενδιάμεσος χώρος καλύφθηκε από μικρές και μεγάλες πολύχρωμες κατοικίες. Όπως είναι γνωστό, αυτήν την πολιτεία της νοσταλγικής εφηβείας του, σεισμοί και βομβαρδισμοί δυστυχώς την αφάνισαν. Ωστόσο, με το έργο του αυτό ο ζωγράφος την αποκατάστησε έντεχνα, βάζοντας τη δική του εκφραστική πινελιά σε κάθε κτίσμα και την παρέδωσε ακέραια στους συμπολίτες του σαν παρακαταθήκη. Γι’ αυτό και η χειρονομία των κληρονόμων του να δωρίσουν την «Πολιτεία» σ’ αυτούς που πράγματι ανήκει, στους δημότες της πόλης του καλλιτέχνη, της Λάρισας, πιστεύω ότι θα δικαιωθεί διαχρονικά.
Το έργο αυτό του Αγήνορα Αστεριάδη αποτελεί κόσμημα για την Πινακοθήκη μας και έχω τη γνώμη ότι πάνω σ’ αυτό το έργο που ακτινοβολεί «Λάρισα», όλοι οι μαθητές και οι μαθήτριες των σχολείων της πόλης μας πρέπει κατά την επίσκεψή τους στην Πινακοθήκη να εντρυφούν πάνω στο έργο από ειδικούς και έμπειρους ξεναγούς και να μην το προσπερνούν αναξιοποίητα.