Συνέντευξη στην Τασούλα Επτακοίλη
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Οικονομικός διευθυντής σε ιδιωτική εταιρεία ο πατέρας της, καθηγήτρια η μητέρα της, οικογενειακή παράδοση στην ιατρική δεν υπήρχε, αλλά εκείνη από παιδί αυτό ονειρευόταν να κάνει. «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου προσπαθούσα να δίνω απαντήσεις σε ερωτήματα, ώστε να καταλάβω πώς λειτουργεί καθετί, ποια είναι η δομή των πραγμάτων –και των έμβιων οργανισμών– και ποια νομοτέλεια τα διέπει. Αυτό πάντα με γοήτευε, γι’ αυτό και ως μαθήτρια λάτρευα τη βιολογία», λέει η Ελένη Γκίκα, καθηγήτρια και διευθύντρια, από πέρυσι, του Τμήματος Ακτινολογίας και Ακτινοθεραπείας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Βόννης, στη Γερμανία.
Η έρευνα της 45χρονης επιστήμονος επικεντρώνεται στη μελέτη των ανοσοτροποποιητικών επιδράσεων της ακτινοθεραπείας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η βέλτιστη «σύμπραξή» της με την ανοσοθεραπεία. Πραγματοποιεί επίσης μελέτες για τη στερεοτακτική ακτινοθεραπεία, μια εξαιρετικά αποτελεσματική επιλογή θεραπείας που χρησιμοποιείται σε διάφορους τύπους καρκίνου όπως αυτοί του μαστού, του προστάτη, του πνεύμονα, του ήπατος, του δέρματος. Τα εξαιρετικά επιτεύγματά της στον τομέα αυτόν αναγνωρίστηκαν το 2018 με το Βραβείο Ακτινοθεραπείας Υψηλής Ακρίβειας που της απονεμήθηκε από τη γερμανική Εταιρεία Ακτινοθεραπευτικής Ογκολογίας. Είναι οκτώ το βράδυ, και η Ελένη Γκίκα μου μιλάει από το γραφείο της στην πάλαι ποτέ πρωτεύουσα της Δυτικής Γερμανίας (πριν από την επανένωση της χώρας το 1990). Εχει ήδη συμπληρώσει 12 ώρες δουλειάς. Αυτή είναι η καθημερινότητά της από τότε που αποφάσισε να φύγει από την Ελλάδα. Βέβαια, μάλλον η Ελλάδα την έδιωξε, όπως χιλιάδες συναδέλφους της. «Αποφοιτώντας από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, αρχικά σκεφτόμουν να πάρω την ειδικότητα της χειρουργικής. Με ενδιέφερε το Αττικό Νοσοκομείο, όμως η αναμονή ξεπερνούσε τα δέκα χρόνια. Δεν μου περίσσευε ένα τόσο μεγάλο κομμάτι από τη ζωή μου… Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 ακολούθησα στη Γερμανία την αδελφή μου, που είναι επίσης γιατρός, οφθαλμίατρος, και τώρα ζει στην Οξφόρδη. Πήγα αρχικά στο Εσεν και στη συνέχεια στο Φράιμπουργκ, αποφασίζοντας τελικά να στραφώ στην ακτινολογία και στην ακτινοθεραπεία. Σκεφτόμουν να ολοκληρώσω το διδακτορικό μου, να πάρω ειδικότητα και να επιστρέψω στην πατρίδα μας. Ομως με πρόλαβε η κρίση».
Τι την τράβηξε στην ακτινολογία και στην ακτινοθεραπεία; «Είναι μια εκπληκτική ειδικότητα, στην οποία συναντώνται πολλά ερευνητικά πεδία, όπως η φυσική –ακτινοβολούμε τους όγκους με πρωτόνια και φωτόνια, τα οποία αλλάζουν τη δομή του πυρήνα των καρκινικών κυττάρων– και η βιολογία. Σε πολλές μορφές της νόσου, η ακτινοθεραπεία είναι πυλώνας της θεραπευτικής προσέγγισης και έχει πρωταρχικό ρόλο στην ίαση. Σε άλλους καρκίνους, εμείς δρούμε παρηγορητικά, ανακουφιστικά, αλλά και αυτό έχει την αξία του. Θυμάμαι μια νέα γυναίκα, περίπου τριάντα ετών, με καρκίνο του μαστού σε τελικό στάδιο, που είχε κάνει μεταστάσεις στον εγκέφαλο και στον νωτιαίο μυελό. Ηρθε στο τμήμα μας για ακτινοθεραπεία και δεν μπορούσε καν να περπατήσει. Επειτα από έξι μήνες ήρθε ξανά, περπατούσε χωρίς να υποφέρει, και μας ευχαρίστησε γιατί της προσφέραμε ποιότητα ζωής για όσο χρόνο τής απέμενε…».
Η χρήση της ΑΙ μας επιτρέπει να βλέπουμε τι αλλάζει στην ανατομία ενός ασθενούς από μέρα σε μέρα και να εξατομικεύουμε τη θεραπεία. Μας δίνει μια ευελιξία που δεν υπήρχε πριν σε τέτοιο βαθμό.
Η πρόοδος της τεχνολογίας δίνει στους γιατρούς τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν ολοένα και πιο αποτελεσματικά, ισχυροποιώντας τη δράση της ακτινοθεραπείας και μειώνοντας τις ανεπιθύμητες παρενέργειες. «Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της στερεοτακτικής ακτινοθεραπείας, που εφαρμόζεται σε διάφορες περιοχές του σώματος, με χορήγηση υψηλής δόσης ακτινοβολίας, με απόλυτη ακρίβεια και με τη μέγιστη δυνατή προστασία των γειτονικών φυσιολογικών ιστών. Σε συνδυασμό με την ανοσοθεραπεία, έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης. Mας επιτρέπει να βλέπουμε τι αλλάζει στην ανατομία ενός ασθενούς από μέρα σε μέρα και να εξατομικεύουμε την ακτινοθεραπεία. Μας δίνει, δηλαδή, μια ευελιξία που δεν υπήρχε πριν σε τέτοιο βαθμό».
Καθημερινά διδάσκει νέους γιατρούς και φοιτητές. Πόσες γενιές θα περάσουν, άραγε, μέχρι να νικηθεί κατά κράτος ο καρκίνος; «Πριν από μερικές εβδομάδες, σε ένα συνέδριο, ένας συνάδελφος μας παρουσίασε προβλέψεις επιφανών επιστημόνων, όπως ο Αϊνστάιν, που έπεσαν εντελώς έξω! Δεν θα επιχειρήσω, επομένως, να προβλέψω κάτι που εξαρτάται από τόσο πολλούς παράγοντες – γιατί ο καρκίνος δεν είναι μία ασθένεια, είναι πολλές.
Έχουμε κάνει σημαντικά βήματα, αλλά ο στόχος δεν έχει ακόμη επιτευχθεί: να καταλάβουμε ακριβώς γιατί ένα κύτταρο κάποια στιγμή μεταλλάσσεται και γίνεται καρκινικό και, κυρίως, να μην καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε το αποτέλεσμα εκ των υστέρων, αλλά να δρούμε προληπτικά. Με σιγουριά, όμως, θα πω ότι έτσι όπως εξελίσσεται η ιατρική και με το πάθος που δείχνει η διεθνής επιστημονική κοινότητα, σύντομα θα φτάσουμε στο σημείο ο καρκίνος να είναι χρόνια νόσος, όπως πολλές άλλες». Η ίδια φοβάται τον καρκίνο; «Φυσικά τον φοβάμαι. Και τον σέβομαι. Ξέρω, λοιπόν, πως όποιος βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση και χρειαστεί να τον αντιμετωπίσει πρέπει να προσπαθήσει να μείνει δυνατός, τόσο ψυχικά όσο και σωματικά. Και να τον πολεμήσει με όλο του το σθένος». Η ώρα έχει πάει εννέα – 13 ώρες στο νοσοκομείο, ώρα να αποχαιρετιστούμε. Τι της λείπει περισσότερο από την Ελλάδα; «Είναι δύσκολο να τα χωρέσω σε λέξεις», λέει γελώντας. «Σίγουρα η θάλασσα, ο ήλιος, ο καιρός. Οσες λιακάδες και αν έχει η Γερμανία, κακά τα ψέματα, δεν είναι σαν της Ελλάδας. Μου αφήνουν πάντα της αίσθηση του ημιτελούς…».