Της Μαρίας Παπουτσή
«Η μόδα ξεθωριάζει, το στιλ παραμένει αιώνιο»
Yves Saint Laurent
1 Αυγούστου 1936 – 1 Ιουνίου 2008
Στην ομολογουμένως μυθιστορηματική ζωή του Yves Saint Laurent υπάρχουν αμέτρητες καθοριστικές ημερομηνίες, που σηματοδοτούν θριάμβους και ήττες, καμιά τους όμως δεν έχει αφήσει τη γλυκόπικρη γεύση της αίσθησης του τέλους μιας εποχής, όσο η 31η Οκτωβρίου 2002, μέρα που έκλεισε για πάντα τις πύλες του ο Οίκος υψηλής ραπτικής του μεγάλου Γάλλου couturier.
Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου η αποχώρησή του, καθώς ήδη τρία χρόνια πριν είχε προχωρήσει στην πώληση της pret-a-porte σειράς YSL στον οίκο Gucci, ωστόσο η είδηση προκάλεσε τεράστια θλίψη στο παγκόσμιο κοινό και καταχωρήθηκε ως μαύρη μέρα στην Ιστορία της μόδας. Ο επίλογος αποτέλεσε μια ακόμη δύσκολη στιγμή στην τεράστια διαδρομή του, όχι όμως και η μοναδική…
Πολλές φορές ο κόσμος της μόδας θεώρησε πως έβλεπε το τέλος του Yves Saint Laurent, εκείνος όμως επέστρεφε, πιο λαμπερός και εντυπωσιακός, επιβεβαιώνοντας τη θέση του ως ένας από τους κορυφαίους σχεδιαστές όλων των εποχών. Το 2002, ωστόσο, ήταν η χρονιά που έπεσε η αυλαία στην πολυετή καριέρα του, με δική του απόφαση. Κάπως έτσι ολοκληρώθηκε ένας κύκλος δημιουργικότητας, η αρχή του οποίου χάνεται κυριολεκτικά στα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Η υψηλή ραπτική μοιάζει να επέλεξε τον Yves Saint Laurent, πολύ πριν την επιλέξει ο ίδιος. Από τις χάρτινες κούκλες, τα φορέματα για τις αδερφές και τη μητέρα του των πρώτων παιδικών του χρόνων στο Οράν της Αλγερίας, στη διεθνή του διάκριση σε διαγωνισμό στα 17 του χρόνια, στην μετάβασή του στο Παρίσι και τελικά στην πρόσληψή του έναν χρόνο αργότερα από τον Οίκο Dior, η σχέση του με το αντικείμενό μοιάζει να είναι απόλυτα καρμική.
Έχοντας αναγνωρίσει από την πρώτη στιγμή το ταλέντο του, ο Christian Dior τον είχε ήδη χρήσει διάδοχό του και ο αιφνίδιος θάνατός του το 1957 έφερε τον μόλις 21 ετών Yves στο τιμόνι του μεγαλύτερου Οίκου του πλανήτη, μαζί και τον πρώτο θρίαμβο με τη συλλογή που υπέγραψε αποκλειστικά για την άνοιξη του 1958!
Μέχρι το τέλος της καριέρας του ο Yves Saint Laurent είχε μόνο λόγια εκτίμησης, σεβασμού και θαυμασμού για τον Dior. Ως άξιος μαθητής δεν άργησε να «σκοτώσει» τον δάσκαλό του, προσθέτοντας τα προσωπικά του στοιχεία στο ύφος του Dior και αλλάζοντας το αισθητικό όραμα του Οίκου. Ο κόσμος της μόδας δεν ήταν έτοιμος για τις καινοτόμες απόψεις του, ειδικά όταν έφερε τις τάσεις του δρόμου στα σαλόνια της υψηλής ραπτικής, με τη συλλογή του φθινοπώρου του 1960 και τις σαφείς αναφορές στο κίνημα των beatnik. Δέχτηκε τα ανελέητα πυρά των κριτικών και από το ατελιέ του Παρισιού βρέθηκε σε στρατόπεδο εκπαίδευσης, μετά τη στρατολόγησή του στον πόλεμο της Γαλλίας με την Αλγερία!
Η προσωπική του ζωή – σε αντίθεση με τη λάμψη της επαγγελματικής – ήταν γεμάτη από πόνο, ψυχικά τραύματα, εξαρτήσεις και σκοτεινές περιόδους. Από την παιδική του ηλικία η ευαισθησία και ο σεξουαλικός του προσανατολισμός τον έφερναν συχνά σε σύγκρουση με το κοινωνικό του περιβάλλον, πληγώνοντάς τον βαθιά. Η αιφνιδιαστική στρατολόγησή του το 1960, όμως, άνοιξε μια τραγική πύλη στον ψυχισμό του, που επιδεινώθηκε από την είδηση πως απολύθηκε από τον Dior, οδηγώντας τον σε μακρά νοσηλεία σε ψυχιατρείο, όπου υποβλήθηκε σε θεραπείες με βαριά ηρεμιστικά και ηλεκτροσόκ. Η τραυματική αυτή εμπειρία άφησε ανεξίτηλο σημάδι σε ολόκληρη τη ζωή του Yves Saint Laurent, που πάλεψε μέχρι το τέλος της ζωής του με τις εξαρτήσεις και την κατάθλιψη, με συχνές νοσηλείες σε ψυχιατρεία.
Το τεράστιο ταλέντο του και η καθοριστική παρουσία του στενού συνεργάτη και συντρόφου του στη ζωή, Pierre Bergé, τον έφεραν και πάλι στο προσκήνιο, αφού μήνυσε τον Dior – που στο διάστημα της νοσηλείας του παραβίασε το συμβόλαιό του, απολύοντάς τον – και με τα χρήματα που κέρδισε ως αποζημίωση άνοιξε τον δικό του Οίκο.
Από τη θριαμβευτική επιστροφή του με την πρώτη προσωπική συλλογή τον Ιανουάριο του 1962, έως και την ανακοίνωση της αποχώρησης του σαράντα χρόνια μετά ο Yves Saint Laurent κατάφερε να αλλάξει τον τρόπο που χρησιμοποιούμε και αντιλαμβανόμαστε τη μόδα, επηρέασε όσο λίγοι τις νέες γενιές σχεδιαστών και παρέμεινε σταθερά στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας, κερδίζοντας με τις δημιουργίες του τον θαυμασμό των κριτικών, αλλά – κυρίως – του κοινού του, ειδικά των γυναικών.
Η μεγαλύτερη ωστόσο προσφορά του στην εξέλιξη της μόδας τον 20ο αιώνα ήταν ο «εκδημοκρατισμός» της υψηλής ραπτικής. Απελευθέρωσε τη μόδα από τον συντηρητικό καθωσπρεπισμό και, ακολουθώντας το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της εποχής, διεκδίκησε στο πλευρό των γυναικών το αίτημά τους για ισότητα, ενώ ταυτόχρονα συνέδεσε την υψηλή ραπτική με την κοινωνία, εισάγοντας στις συλλογές του αναφορές από τις τάσεις που επικρατούσαν στην καθημερινότητα και καθιερώνοντας το pret-a-porter, με ρούχα σε προσιτές τιμές.
Αυτό ήταν το όραμα του μεγάλου σχεδιαστή, σαφή δείγματα του οποίου τον έφεραν σε σύγκρουση με την μέχρι τότε αντίληψη περί υψηλής ραπτικής το 1960, όταν στην τελευταία συλλογή του για τον Οίκο Dior απογείωσε το boem στυλ των Γάλλων υπαρξιστών διανοούμενων των καφέ του Saint-Germain des Près cafés και των jazz clubs της αριστερής όχθης (rive gauche) του Σηκουάνα, παρουσιάζοντας τις balloon φούστες, τα ζιβάγκο και τα biker jackets στην πιο πολυτελή εκδοχή τους. Δύο χρόνια πριν τον γαλλικό Μάη του ’68, απόλυτα συντονισμένος με το κλίμα της εποχής του ο Yves Saint Laurent εγκαινίασε την πρώτη του μπουτίκ, δίνοντάς της τιμητικά την ονομασία Rive Gauche και έδειξε το δρόμο για το μέλλον.
Η δημιουργική του έκρηξη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έδωσε τα βασικά χαρακτηριστικά της υπογραφής του, εδραιώνοντάς τον ως τον κορυφαίο σχεδιαστή της εποχής. Το περίφημο Le Smoking ως αντιπρόταση στην τουαλέτα εισήγαγε δυναμικά το ανδρόγυνο στυλ. Έβαλε στην επίσημη γκαρνταρόμπα των γυναικών το κοστούμι, ακόμη και ως εναλλακτική εκδοχή του νυφικού (χαρακτηριστικό δείγμα το περίφημο λευκό κοστούμι της Bianca Jagger), υποστηρίζοντας το άνετο, αλλά και ταυτόχρονα απόλυτα θηλυκό και εξεζητημένο στυλ. Το σακάκι – σαφάρι, η καπαρντίνα, τα παντελόνια και οι μπότες πάνω από το γόνατο μπήκαν για τα καλά στην καθημερινότητα, προσδίδοντας ευκολία και στυλ στις σκληρά εργαζόμενες γυναίκες, μαζί με το animal print και τα περίφημα πουκάμισα από διαφάνεια, που αποτέλεσαν βασική του πρόταση, επαναπροσδιορίζοντας την έννοια του κλασικού.
Ήταν ο πρώτος σχεδιαστής που επεξεργάστηκε στις συλλογές του ethnic στοιχεία, από την αφρικανική κουλτούρα (ειδικά από το Μαρόκο και την Αλγερία), το ρωσικό φολκλόρ, τις τσιγγάνικες επιρροές, το κινέζικο και το αποικιοκρατικό στυλ.
Λάτρης της Τέχνης από μικρό παιδί, διέθετε μια τεράστια προσωπική συλλογή έργων, τα οποία πουλήθηκαν μετά τον θάνατό του συγκεντρώνοντας το ιλιγγιώδες ποσό των 400 εκατομμυρίων ευρώ. Η αγάπη αυτή πέρασε αναπόφευκτα και στη δουλειά του, αλλάζοντας την μέχρι τότε σχέση της μόδας με την Τέχνη και «θολώνοντας» τα όρια ανάμεσα στις δύο. Από τα περίφημα φορέματα με αναφορές στον Piet Mondrian το 1965, στις Pop art αισθητικής δημιουργίες (Warhol, Lichtenstein) το 1966, αλλά και στα έργα – φόρο τιμής στον Picasso, τον Braque, τον Matisse και τον Van Gogh τη δεκαετία του 1980 δεν εμπνεύστηκε απλά αλλά προσπάθησε να μετατρέψει τα δυσδιάστατα έργα σε τρισδιάστατα, να δημιουργήσει ζωντανά έργα τέχνης. Ιστορική – και για πολλούς η πιο εικονική – παραμένει η εμπνευσμένη από τα Ρωσικά Μπαλέτα του Sergei Diaghilev συλλογή του το 1976.
Αγαπούσε τις γυναίκες και τον αγάπησαν κι εκείνες. Αποκαλούσε τις πελάτισσές του «γυναίκες της ζωής του» και όπως ήταν αναμενόμενο τα ρούχα του φορέθηκαν από τις πιο διάσημες κυρίες της εποχής. Απόλυτη μούσα του υπήρξε η ηθοποιός Catherine Deneuve, πρώτη πελάτισσα του στην μπουτίκ Rive Gauche, για την οποία σχεδίασε κοστούμια σε τρεις ταινίες (La Chamade, Mississippi Mermaid και Liza).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ήταν αυτός που πρότεινε τους έντονους ώμους στα σακάκια, στοιχείο που θα κυριαρχούσε στις πασαρέλες τη δεκαετία του 1980, ενώ χαρακτηριστική ήταν η επιλογή του να προσθέτει «ευτελή» υλικά, όπως το ξύλο ή το πλαστικό, δίπλα στο μετάξι, το μπροκάρ, τη δαντέλα, το βελούδο, τον αλπακά, το σιφόν και τα πολυτελή statement κοσμήματα, συνδυάζοντας με μαεστρία έντονα, ετερόκλητα φαινομενικά στοιχεία, για να μετατρέψει τελικά την υπερβολή σε μια καλαίσθητη αρμονία.
Με μια ζωή σε διαρκή κίνηση ανάμεσα στη δημιουργία και στην αυτοκαταστροφή, ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, την γνώριζε καλά την υπερβολή ο Yves Saint Laurent και είχε μάθει να συνυπάρχει μαζί της. Μπορεί στην προσωπική του ζωή να τον νικούσε, καθώς τον οδηγούσε συχνά σε ακραίες συμπεριφορές και ξεσπάσματα – αν η ρίψη κρυστάλλινων σταχτοδοχείων ήταν ολυμπιακό άθλημα θα κέρδιζε το χρυσό μετάλλιο – ή σε μεγάλες περιόδους απομόνωσης στη βίλα του στο Μαρακές, ωστόσο κατάφερνε να αντέχει τους προσωπικούς του δαίμονες και να αναδύεται μεγαλοπρεπής μέσα από τις στάχτες του, μετατρέποντάς την σε ομορφιά.
Το πνεύμα αυτό της υπερβολής αποτυπώθηκε και στο περίφημο άρωμά του Opium, που λάνσαρε to 1977, με το διάσημο μοντέλο Jerry Hall, αποτυπώνοντας τη σεξουαλική επανάσταση, τον αισθησιασμό, τη χλιδή, την εκκεντρικότητα, τα ναρκωτικά και τον ηδονισμό της εποχής των ξέφρενων πάρτι του Studio 54, ενώ ο ίδιος λίγα χρόνια πριν, το 1971, είχε ποζάρει γυμνός για τη διαφήμιση του πρώτου αντρικού αρώματος της συλλογής του YSL Pour Homme, σε μια τολμηρή κίνηση, απόλυτα συνυφασμένη με τη φιλοσοφία του Οίκου του.
Η κριτική δεν στάθηκε ιδιαίτερα επιεικής μαζί του, απορρίπτοντας κατά καιρούς τις προτάσεις του, ωστόσο το ταλέντο και η προσφορά του δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ. Υπήρξε ο πρώτος εν ζωή σχεδιαστής που του αφιέρωσε προσωπική έκθεση το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης το 1983, ενώ η Γαλλική Δημοκρατία τον τίμησε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Πέθανε στο Παρίσι την 1η Ιουνίου 2008 και οι στάχτες του ρίχτηκαν στο αγαπημένο του Μαρακές.
Το pret-a-porter τμήμα της φίρμας του συνεχίζει να λειτουργεί ως σήμερα, ενώ το 2017 άνοιξε ξανά τις πύλες της η έδρα του Οίκου του, στο νούμερο 5 της Λεωφόρου Marceau αυτή τη φορά ως μουσείο, φιλοξενώντας μεγάλο μέρος από πρωτότυπες δημιουργίες, σχέδια, αρχικά μοντέλα, αλλά και προσωπικά του αντικείμενα.
«Η Chanel έδωσε στις γυναίκες ελευθερία, ο Yves τη δύναμη που τους έλειπε», είχε πει ο σύντροφος του Pierre Bergé και είχε απόλυτα δίκιο. Δεν ήταν η πρωτότυπη δημιουργία που χαρακτήριζε τη δουλειά του Yves Saint Laurent, αλλά η ικανότητά του να μετασχηματίζει, να ομορφαίνει, να απογειώνει και να φέρνει στη σύγχρονη εποχή στοιχεία, φόρμες και τάσεις. Ήταν η σκέψη, η αντίληψη και η προσωπική του φιλοσοφία που ανακαίνιζε μεγαλειωδώς το γνώριμο, το οικείο και το παλιό. Πράγματα που σήμερα θεωρούμε δεδομένα, παρακολουθώντας τις επιδείξεις στα ντεφιλέ των μεγάλων σχεδιαστών, τα προσέφερε στο πλατύ κοινό, αλλάζοντας τη σχέση του καθημερινού ανθρώπου με την αισθητική. Πήρε τη μόδα από τα σαλόνια των πλούσιων και την κατέβασε στο δρόμο. Πήρε την ομορφιά από τα χέρια των λίγων, για να την προσφέρει σε όλους μας. Γι’ αυτό του χρωστάμε ένα τεράστιο «ευχαριστώ».