Συχνότερα θα είναι τα ακραία πλημμυρικά φαινόμενα πλέον με τη συχνότητά τους μάλιστα να αυξάνεται με ρυθμό, τον οποίο δεν ανέμενε ούτε η επιστημονική κοινότητα. Σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση Ελλήνων επιστημόνων, η οποία παρουσιάστηκε πριν λίγες ημέρες σε συνέδριο στα Χανιά, μόνο η Ανατολική Μεσόγειος καταγράφει ένα πλημμυρικό συμβάν με περισσότερους από 80 νεκρούς κάθε 9,1 χρόνια.
Την ώρα που η Βαλένθια της Ισπανίας μετρά ακόμα θύματα και πληγές, με τους νεκρούς να έχουν ξεπεράσει ήδη τους 210 και τους αγνοούμενους να ανέρχονται σε 250, τα συμπεράσματα της μελέτης χτυπούν ηχηρό καμπανάκι για την ανάγκη θωράκισης πολιτών και περιουσιών απέναντι σε τέτοια φαινόμενα.
Κι αυτό διότι η επιστημονική ομάδα κατέληξε και σε ένα ακόμα ανησυχητικό συμπέρασμα: ότι πλημμυρικά φαινόμενα με περισσότερα από δέκα θύματα εμφανίζονται να έχουν περίοδο επιστροφής κάθε 1,56 χρόνια, κάτι που σημαίνει ότι η ετήσια πιθανότητα να υπάρξει τέτοιο συμβάν φτάνει το 64%!
Το πυκνοδομημένο ανάγλυφο της Αθήνας θα μπορούσε να αποτελέσει αιτία κινδύνου καταστροφής
«Οταν ξεκινήσαμε τη μελέτη, δεν περιμέναμε ότι θα προέκυπτε το συμπέρασμα της επανάληψης πολύνεκρων πλημμυρών κάθε 9 χρόνια», επισημαίνει στο «Εθνος» ο επίκουρος καθηγητής Φυσικών Καταστροφών του ΕΚΠΑ, Μιχάλης Διακάκης. Κάνοντας έναν παραλληλισμό της Βαλένθια με την Αθήνα, ο ίδιος επισημαίνει ότι το θετικό είναι πως είναι δύσκολο να προκύψουν τέτοια μεγέθη νερού στην ελληνική πρωτεύουσας. Η Βαλένθια έχει πίσω της ένα ποτάμι ίσο με τα 2/3 του Πηνειού, ενώ αντίθετα ο Κηφισός δεν μπορεί να δώσει τέτοια ποσότητα.
Ωστόσο, το πυκνοδομημένο ανάγλυφο της πρωτεύουσας θα μπορούσε να αποτελέσει αιτία κινδύνου καταστροφής για την Αθήνα ακόμα και σε λιγότερο ακραία συμβάντα: «Η ουσία σε αυτό είναι ότι η φοβερή καταστροφή μπορεί να συμβεί, αλλά θα προκύψει από μικρότερη ποσότητα νερού», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Διακάκης.
Οι περιοχές στο «κόκκινο»
Σύμφωνα με τον ίδιο, μια έντονη και όχι πολύωρη καταιγίδα στην Αττική θα κατέβαζε λιγότερο νερό, αλλά σε πιο στενά ρέματα, τα οποία θα ξεχείλιζαν δημιουργώντας τοπικά προβλήματα στις περιοχές που βρίσκονται αυτά. Ουσιαστικά επειδή είναι τόσο πυκνοχτισμένο το λεκανοπέδιο, το φαινόμενο θα εκτονωνόταν νωρίτερα, όπως και έχει συμβεί στο παρελθόν, πριν «ξυπνήσει» τον Κηφισό. «Εάν όμως μιλάμε για μεγαλύτερη καταιγίδα επί πολλές ώρες, τότε είναι προφανές ότι θα δημιουργηθεί πρόβλημα και στον Κηφισό».
Στην παρούσα φάση, πάντως με την υφιστάμενη κατάσταση του νομού, αλλά και τα αποτελέσματα των πυρκαγιών του καλοκαιριού που έφτασαν μέχρι τις αστικές περιοχές στο Χαλάνδρι και τα Βριλήσσια, ακόμα και μικρότερες καταιγίδες θα μπορούσαν να «πνίξουν» στη λάσπη αρκετές περιοχές της Αττικής.
Στο «κόκκινο» βρίσκονται τα δυτικά και βορειοδυτικά προάστια από τα Ανω Λιόσια μέχρι το Μενίδι και το Καματερό, οι πρόσφατα καμένες περιοχές, όπως το Χαλάνδρι, τα Βριλήσσια και ο Γερακας, αλλά και περιοχές στο νότιο τμήμα του νομού, όπως η Γλυφάδα και η Βούλα.
Τι έδειξε η έρευνα
Στο πλαίσιο της έρευνας, μελετήθηκαν ξαφνικές πλημμύρες που προκάλεσαν 10 ή περισσότερους θανάτους σε 13 χώρες (Αλβανία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Κροατία, Αίγυπτος, Ελλάδα, Ισραήλ, Ιταλία, Λίβανος, Λιβύη, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία και Τουρκία) την περίοδο 1882 – 2021. Συνολικά στο διάστημα αυτό εντοπίστηκαν 132 γεγονότα που προκάλεσαν πολλαπλούς θανάτους (από 10 έως 598), με τα ευρήματα να καταδεικνύουν ότι παρόλο που βρέθηκαν σημαντικές διακυμάνσεις, τα συμβάντα υψηλής θνησιμότητας δεν είναι καθόλου ασυνήθιστα, καθώς εμφανίζονται με περίοδο επιστροφής:
- 1,56 ετών για συμβάντα με περισσότερους από 10 θανάτους,
- 2,78 ετών για συμβάντα με περισσότερους από 22 θανάτους και
- 9,1 ετών για συμβάντα με περισσότερους από 82 θανάτους.
Παράλληλα διαπιστώθηκε σημαντική αύξηση με σχεδόν διπλασιασμό των περιστατικών, ιδιαίτερα στην τελευταία περίοδο του διαστήματος μελέτης (1987 – 2021), σε γεγονότα μικρότερου μεγέθους όσον αφορά τη θνησιμότητα. Σε επίπεδο εποχικότητας, στο νοτιοανατολικό τμήμα της περιοχής μελέτης καταγράφηκαν λιγότερα καλοκαιρινά περιστατικά σε σύγκριση με αυτά που εντοπίστηκαν στα βόρεια και βορειοδυτικά, ενώ προέκυψε ότι τα φαινόμενα μεγιστοποιούνται το φθινόπωρο, ειδικά τον Νοέμβριο και τον Οκτώβριο.
Μειωμένα τα αντανακλαστικά των αρχών στα ακραία γεγονότα
Παρά την αυξανόμενη συχνότητα των πλημμυρικών φαινομένων, όμως, ακόμα και κράτη που θεωρούνται προηγμένα σε ζητήματα αντιπλημμυρικής και γενικότερα πολιτικής προστασίας, εμφανίζονται στις περιπτώσεις ακραίων περιστατικών, δηλαδή όσων βρίσκονται στην κατηγορία με περισσότερα των 80 θυμάτων, να μη λειτουργούν συγκροτημένα με τις αρμόδιες υπηρεσίες τους να έχουν έλλειψη συντονισμού ή και γρήγορης ταχύτητας απόκρισης.
Αυτό είναι κάτι, το οποίο διαπιστώνεται τόσο από τη μελέτη, την οποία ο κ. Διακάκης εκπόνησε μαζί με τους Κατερίνα Παπαγιαννάκη και Μελέτη Φούσκαρη, όσο και από τη διαχείριση γεγονότων του πρόσφατου παρελθόντος: «Παρατηρούμε ότι εάν ένα φαινόμενο ξεπεράσει ένα επίπεδο καταστροφικότητας, υπάρχει πρόβλημα στη διαχείρισή του. Το είδαμε το καλοκαίρι του 2021 στη Γερμανία και τις γύρω χώρες, το είδαμε τώρα και στη Βαλένθια όπου γνωρίζω ότι είναι πολύ οργανωμένοι και μετρούν τα πάντα με τηλεμετρικά δεδομένα. Το είδαμε όμως και στον Ντάνιελ στην Ελλάδα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η υψηλή θνησιμότητα σε ακραίες ξαφνικές πλημμύρες δεν μειώνεται, ακόμη και σε μέρη του κόσμου με εξελιγμένα μέτρα μετριασμού του κινδύνου και η Νότια Ευρώπη είναι μία από αυτές τις περιοχές», σημειώνει ο κ. Διακάκης προσθέτοντας ότι εκτός του σχεδιασμού, υπάρχει και η πραγματική εικόνα. Για παράδειγμα, για τη Βαλένθια δε θα πρέπει να παραγνωρίζεται ότι είναι χτισμένη στην εκβολή ενός μεγάλου ποταμού κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει.
Ο ίδιος εκτιμά ότι επειδή αυτού του μεγέθους τα ακραία φαινόμενα είναι σχετικά πρόσφατα και εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα την τελευταία δεκαετία, απαιτείται χρόνος ωρίμανσης και για την κοινωνία. Ταυτόχρονα βέβαια χρειάζονται και μεγάλες επενδύσεις για αντιπλημμυρικά έργα, τα οποία αν και κρίσιμα δεν είναι … ορατά με αποτέλεσμα συχνά να μην προκρίνονται από την κεντρική και τοπική ηγεσία και να επιλέγονται άλλα έργα, τα οποία γίνονται αμέσως αντιληπτά από τους πολίτες – ψηφοφόρους.