Στο πλαίσιο του φεστιβάλ AnimACEd η Αναστασία Μιχαλούδη μας χάρισε μια καταπληκτική ερμηνεία υποδυόμενη το ρόλο της χαροκαμένης μάνας στο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη «το μπουφάν της Χάρλεϊ», σε σκηνοθεσία Ηλία Παπαγιάννη.
Οι εναλλαγές γέλιου και συγκίνησης ήταν διαρκείς με φόντο μια μάνα που μοιρολογεί και αποζητά μια ευκαιρία να νιώσει τον γιο της ζωντανό. Μια μάνα που στήνει ένα παράλογο σκηνικό για να μη χάσει τα λογικά της. Μια μάνα που πονά και μέσα στον πόνο της στοχάζεται τα περασμένα, τα απωθημένα και τη ζωή της ολόκληρη. Τα φτωχικά της παιδικά χρόνια, τα νεανικά όνειρα, τους κρυφούς έρωτες, το προξενιό, τη νέα ζωή, τα παιδιά, το χαμένο παράδεισο ενός συμβατικού γάμου, ένα παιδί που αναζητά να ζήσει όσα δεν έζησαν οι γονείς του, ένα άδικο τέλος. Όσα δεν είπαν ζωντανοί τα λένε τώρα, μια νεκροζώντανη μάνα κι ένας νέος που θα μπορούσε να είναι το παιδί της…αν όλα γινόταν διαφορετικά. Αν εκείνη τη μέρα δεν καβάλαγε θυμωμένος τη Χάρλεϊ. Αυτό το ΑΝ που στοιχειώνει τα συναισθήματα της μητέρας. Και μια ελπίδα πως ο πόνος ίσως μαλακώσει τη ψυχή της κι αντάμα με τις φαντασιώσεις της καταφέρει να ζήσει μια αλλιώτικη ζωή, άδεια και γεμάτη παράλληλα…
Τι μυρουδιές κουβαλάτε από παιδιά, τι σας συνδέει με τον πυρήνα σας, μας υπενθυμίζει σπαρακτικά η μάνα. Τι συνδέσεις, αναρωτιέται, κάνει η νέα γενιά με τα σημαντικά και τα ανθρώπινα. Όσα αναδύουν τη μυρουδιά της γης, του αέρα, των ταπεινών ανθρώπινων έργων. Εκείνη κουβαλά ακόμη τη μυρουδιά του καπνού, έχει στα ρουθούνια της την αίσθηση πως βρίσκεται στα καπνοχώραφα της πατρίδας της. Εκεί που μαζί με τη νιότη της θάφτηκε και η ελπίδα. Δεν αντιλαμβάνεται όμως πως παρά τις τεράστιες αλλαγές στις ζωές τους τούς συνδέει, μάνα και γιο, η ίδια αίσθηση ασφυξίας για τι ζωή που δε ζήσανε. Για τις ανατροπές που ανατρέπονται στο βωμό ενός άκαρδου συμβιβασμού. Στα ΠΡΕΠΕΙ. Για την αναζήτηση της προσωπικής ελευθερίας πάνω σε μια «ιπτάμενη» Χάρλεϊ. Για την αναζήτηση της προσωπικής ελευθερίας μέσα στην οδύνη της απώλειας.
Πως σπαταλιούνται έτσι οι ζωές.
Πως σκληραίνουν οι καρδιές όταν ενώ λυπούνται θυμώνουν. Πόσες γενιές αντρών δε μεταμορφώσανε τη λύπη τους σε θυμό. Την αγωνία και το φόβο σε θυμό, σε απόρριψη, σε οδύνη. Θα του το δώσω το μπουφάν, μονολογεί η μάνα, για να σκουπίσει τα αίματα του νεκρού του γιου. Και δε θα χρειαστεί κανένα καθαριστικό, έχει πολύ απόθεμα από νερό κι αλάτι στα μάτια του. Έχει τόση λύπη μέσα του.
Στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη στήνεται το μνημόσυνο για ένα γνωστό κι αγαπημένο νεκρό, που καβαλώντας τη Χάρλεϊ ταξίδεψε στον ουρανό. Μόνο μη πόνεσες παιδί μου ψελλίζει η μάνα, μόνο μη πόνεσες.
Στην ερμηνεία της Αναστασίας Μιχαλούδη αποτυπώνονται οι αισθήσεις και οι πεποιθήσεις μιας γενιάς που ψυχορραγεί αναζητώντας το νόημα. Οι κινήσεις, οι εκφράσεις, οι κοντές ανάσες, οι βαθιές αναπνοές, οι συγκινήσεις, όλα μέρος μιας εξαίσιας απόδοσης σε ένα δύσκολο ρόλο.
Πως άραγε να μπεις σε αυτό το ρόλο, τι ψυχικά αποθέματα και ερμηνευτικές ικανότητες χρειάζονται για να προσεγγίσεις το άβατο των συναισθημάτων, το χαμό ενός παιδιού. Μπράβο σας κα Μιχαλούδη, ένα μπράβο που σύσσωμο το κοινό έτρεξε συγκινημένο να δώσει, με μια αγκαλιά, όπως το αξίζατε, εσείς κι ο νεαρός ηθοποιός που υποδυότανε τον εύζωνο.