Κείμενο – Φωτογραφία: Δ. Καστανάρας // LarissaPress
Επιμέλεια κειμένου: Ειρήνη Παπουτσή
Μάρτυρας μιας άλλης εποχής το κονάκι του Φασούλα, καθώς αποτελεί το τελευταίο τσελιγκάτο της Λάρισας, ενώ συνεχίζει να στέκει αγέρωχο στην περιοχή της Αμφιθέας Λάρισας, γνωστή στους παλιότερους και ως “Γκιούλμπερι”, με τη LarissaPress να το επισκέπτεται, καταγράφοντας ενδιαφέρουσες μαρτυρίες για την πολύχρονη ιστορία του.
Από τους Καλαρρύτες της Ηπείρου, όπου ήταν αρχικά, το τσελιγκάτο κατέβαινε για “χειμαδιό” στην περιοχή της Άρτας ή της Πρέβεζας, όπως έκαναν και τα Τσελιγκάτα των άλλων χωριών των Τζουμέρκων. Ωστόσο, γρήγορα κατάλαβαν ότι η Θεσσαλία διέθετε μεγαλύτερα σε έκταση και ποιοτικά καλύτερα λιβάδια, γι’ αυτό και επέλεξαν τον κάμπο της Λάρισας, των Φαρσάλων κλπ. για να ξεχειμωνιάσουν τα ποίμνια, καθώς η Θεσσαλία διέθετε τότε μεγάλα κτήματα (τσιφλίκια) και έτσι μπορούσαν να μισθώσουν από τον ίδιο ιδιοκτήτη μεγαλύτερες εκτάσεις.
Τελικά, το Τσελιγκάτο Φασούλα, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα εγκαθίστατο τον χειμώνα σε λιβάδια της Αμφιθέας, 10.000 στρεμμάτων, στις υπώρειες του Κίσαβου. Οι κτηματίες (τσιφλικάδες) στους οποίους ανήκε ο χώρος εξ αδιαιρέτου ήταν ο Παππάς από τον Βόλο, ο Καρανίκας από τη Λάρισα και ο Γκέκας από τη Λαμία, οι οποίοι τον αγόρασαν από μία πλούσια Τουρκάλα που κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν το 1924 δρομολογήθηκε η επίλυση του γνωστού ως “αγροτικού ζητήματος”, ο Σπύρος Φασούλας αποφάσισε να αγοράσει ό,τι μπορούσε από την έκταση που μισθώνανε, προέτρεψε δε και τους “Σμίχτες” του Τσελιγκάτου να κάνουν το ίδιο, στο μέτρο που μπορούσε ο καθένας.
Θα πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο οι κίνδυνοι της μετακίνησης (άγρια ζώα, κλέφτες κλπ.) ώθησαν τους ιδιοκτήτες των μικρών κοπαδιών να συνενωθούν μεταξύ τους, να «σμίξουν» με άλλα λόγια σε έναν ιδιότυπο άτυπο συνεταιρισμό ως σμίχτες. Αρχηγός του τσελιγκάτου ήταν ο κάτοχος του μεγαλύτερου κοπαδιού, ο οποίος ταυτόχρονα ήταν άτομο με γνωριμίες στον κρατικό μηχανισμό, όπως και στους ιδιοκτήτες των τσιφλικιών στις πεδινές εκτάσεις και στους πολιτικά ισχυρούς τοπικούς παράγοντες. Το τσελιγκάτο λειτουργούσε με βάση τις άτεγκτες ιεραρχικές σχέσεις στο εσωτερικό του, αλλά και στο εσωτερικό των οικογενειών που το αποτελούσαν. Αυτές εκφράζονταν κυρίως με τη δεσποτική παρουσία του τσέλιγκα, ο οποίος σε αντάλλαγμα παρείχε στους σμίχτες οικονομική ασφάλεια, καθώς και ισχυρή πολιτική προστασία.
Έτσι, το 1926, ο Σπύρος Φασούλας αγόρασε ως “ακτήμων” για τον εαυτό του μέρος του χώρου που ανήκε στους Μεγαλοκτηματίες, οι οποίοι έσπευσαν να πωλήσουν τα κτήματα φθηνά (μόνο στους ακτήμονες που τα εκμεταλλεύονταν βέβαια), ώστε να μην απαλλοτριωθούν.
Αρχικά όλος ο χώρος αυτός εξυπηρετούσε τη βόσκηση των ποιμνίων και τις λοιπές κτηνοτροφικές ανάγκες (π.χ. μαντριά). Ο πρωτότοκος γιος του Σπύρου Φασούλα όμως, ο Αθανάσιος Φασούλας, ο οποίος είχε σπουδάσει στην “Αμερικανική Γεωργική Σχολή” της Θεσσαλονίκης, άρχισε να καλλιεργεί μέρος του κτήματος, για λογαριασμό όλης της οικογένειας, παράγοντας στάρι, ενώ τη 10ετία του 1930 βραβεύτηκε για τη δράση του από την ‘Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Παράλληλα, από το 1927 άρχισε να οικοδομείται το υφιστάμενο και σήμερα “Υποστατικό” ώστε να διευκολυνθεί η γεωργική εκμετάλλευση (αποθήκες, μαγειρείο για τους ευκαιριακούς εργάτες, τυροκομείο, κλπ.) αλλά και για να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία από την οικογένεια και τους εργαζόμενους σ’ αυτό.
Με την αγορά, ήδη από την 10ετία του 1930, των πρώτων γεωργικών μηχανημάτων, κατέστη αναγκαία και η κατασκευή και μηχανοστασίων και χώρων επισκευής τους. Παράλληλα κατασκευαστήκαν και στάβλοι, για τον σταυλισμό των αλόγων και των αγελάδων, αλλά και χώροι εκτροφής ζώων χρήσιμων για την διατροφή των διαβιούντων στον χώρο (πάπιες, χήνες, περιστέρια, κλπ.).
Ήδη άλλωστε η οικογένεια Σπύρου Φασούλα πολλαπλασιάστηκε με παιδιά και εγγόνια και εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, παρόλο που συχνά έμεναν κάποιοι από αυτούς στο Υποστατικό. Βέβαια, η ημινομαδική μορφή της κτηνοτροφίας συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα μέλη της οικογένειας να πηγαίνουν το καλοκαίρι, μαζί με τα πρόβατα, στους Καλαρρύτες, για αρκετές 10ετίες. Κατά τη ναζιστική κατοχή πολλές φορές όλη σχεδόν η οικογένεια διαβιούσε στο Υποστατικό και όχι στη Λάρισα, κινδύνεψε δε λόγω της βοήθειας που παρείχε στην Εθνική Αντίσταση.
Από τα άλλα παιδιά του Τσέλιγκα, οι Πέτρος και Αντώνης σπούδασαν σε Πανεπιστήμια της Γερμανίας, ο πρώτος χημικός, ο δεύτερος Μηχανολόγος. Είναι αυτός που οργάνωσε και διοίκησε μέχρι τον θάνατό του την Δημοτική Επιχείρηση ηλεκτροφωτισμού και ύδρευσης της Λάρισας ΟΥΗΛ. Ο μικρότερος γιος, ο Λάμπρος, εργάστηκε επίσης στο κτήμα, η δε μοναδική του κόρη, η Αικατερίνη, παντρεύτηκε τον Καλαρρυτινό, Κωνσταντίνο Μπαζάκη, που είχε κληρονομήσει το εργοστάσιο Σαπωνοποιίας Μπαζάκη – Πατπύνη στην Ζάκυνθο, που είχε ιδρύσει ο παππούς του, καποράφτης το επάγγελμα.
Το 1936 έγινε η διανομή του κτήματος, ενώ 7.500 στρέμματα μοιράστηκαν στους αδερφούς Φασούλα και τις οικογένειες των τσοπαναραίων του τσελιγκάτου. Το τσελιγκάτο έμεινε αχώριστο και σε πλήρη λειτουργία μέχρι το 1960. Τότε διαλύθηκε και το πεδινό τμήμα του κτήματος άρχισε σταδιακά να καλλιεργείται.
Η ζωή και η δραστηριότητα συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, τόσο για το οίκημα, όσο και για την οικογένεια Φασούλα που εξακολουθεί να κατοικεί στον ίδιο ακριβώς χώρο εδώ και έναν αιώνα. Σήμερα, έναν αιώνα μετά, την παράδοση της οικογένειάς του συνεχίζει ο Ιωάννης Μπαζάκης, που με πείσμα και πάθος για τη δουλειά του έχει αναλάβει να διασώσει το απειλούμενο με εξαφάνιση καλαρρύτικο πρόβατο. Αξιοπρόσεκτα τα αποτελέσματα των προσπαθειών του, αφού το 2008 το κοπάδι στη μονάδα αποτελούνταν από 250 πρόβατα και σήμερα τα ζώα ξεπερνούν τα 1.000.
Σ.Σ.: Θερμές ευχαριστίες στην κ. Β. Μπαζάκη και τον κ. Σπ. Φασούλα για την ξενάγηση και τις χρήσιμες πληροφορίες.