Της Ειρήνης Παπουτσή
Ήταν Ιούνιος του 2023 όταν περάσαμε τις πόρτες του Εργαστηρίου Βιοτεχνολογίας Φυτών και Περιβάλλοντος του Τμήματος Περιβαλλοντικής Μικροβιολογίας και Βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας για λογαριασμό της LarissaPress, με στόχο την ανάδειξη του ερευνητικού του έργου και μιας αξιόλογης προσπάθειας που δίνει λύσεις στην Ευρώπη για το περιβάλλον και την καταπολέμηση εχθρών και ασθενειών σημαντικών καλλιεργειών της Μεσογείου.
Από τα θέματα που σε βγάζουν από το κουτί της δημοσιογραφικής ρουτίνας το συγκεκριμένο και ανάμεσα σε ερευνητές, λευκές μπλούζες, αντιδραστήρια και δοκιμαστικούς σωλήνες ένας άνθρωπος «κέντρισε» επιπλέον το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, με τη συμβολή της (τότε) υπεύθυνης επικοινωνίας, δημοσιογράφου, Βασιλικής Μιχοπούλου, να καταγράφεται επίσης στο ρεπορτάζ.
Με σπουδές Βιολογίας, Μάστερ στις Πολιτικές Επιστήμες και διδακτορικό στις Διεθνείς Σχέσεις (με υποτροφία από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος) από το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, αλλά και μετεκπαίδευση στη Δημοσιογραφία της Επιστήμης, η καλή συνάδελφος κινείται χρόνια τώρα στους χώρους της επιστήμης, έχοντας τη δυνατότητα όχι μόνο να αναδείξει πλήθος θεμάτων μα και να έρθει σε επαφή με τους κορυφαίους ανά τον κόσμο.
Ξεχωριστή η συνεργασία της με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ενώ συνεργάζεται με ελληνικά ακαδημαϊκά ιδρύματα και ερευνητικά ινστιτούτα ως σύμβουλος επικοινωνίας και συμμετέχει στην οργανωτική επιτροπή επιστημονικών συνεδρίων, ημερίδων και άλλων δράσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αποτελεί δε τακτικό μέλος της EΣΗΕΑ και πολλών διεθνών δημοσιογραφικών ενώσεων και ταυτόχρονα τη μοναδική Ελληνίδα δημοσιογράφο που έχει εκλεγεί μέχρι στιγμής μέλος του ΔΣ της International Science Writers Association (ISWA).
Αλήθεια πως είναι να ανταμώνεις με τον Δρ. Robert S. Langer, έναν από τους πλέον διαπρεπείς ερευνητές βιοτεχνολογίας στον κόσμο, με περισσότερες από 1.500 δημοσιεύσεις και πάνω από 1.300 διπλώματα ευρεσιτεχνίας, ιδρυτή και συνιδρυτή πλέον των 400 startups και ανάμεσά τους η Moderna που έφτιαξε το εμβόλιο του κορωνοϊού, τον καθηγητή, Γιωργή Αλεξανδράκη, που έγινε η αιτία να διενεργηθεί η πρώτη αναγνώριση θυμάτων πολέμου με χρήση τεχνικών αρχαίου DNA στη σύγχρονη Ελλάδα, τον καθηγητή θεωρητικής χημείας, Gunnar von Heijne (εκλεγμένο μέλος της Βασιλικής Σουηδικής Ακαδημίας Επιστημών, της Academia Europaea και της Βασιλικής Σουηδικής Ακαδημίας Μηχανικών Επιστημών), που έχει περάσει 19 χρόνια στην Επιτροπή για το Νόμπελ Χημείας ή να βρίσκεσαι πάνω στο διάσημο ωκεανογραφικό “Tara” που “οργώνει” τις θάλασσες και τους ωκεανούς του πλανήτη για να συλλέξει δείγματα και δεδομένα και να διασυνδέσει επιστήμονες σε όλο τον κόσμο, αναρωτηθήκαμε, με τη Βασιλική Μιχοπούλου να λύνει τις… απορίες μας.
Με επιστημονικό υπόβαθρο στη Βιολογία, στις Πολιτικές Επιστήμες και στις Διεθνείς Σχέσεις και φυσικά με μια 30χρονη προϋπηρεσία σε όλους τους τύπους ΜΜΕ, εστιάζετε στο επιστημονικό ρεπορτάζ, έχοντας τη δυνατότητα όχι μόνο να αναδείξετε πλήθος θεμάτων αλλά και να έρθετε σε επαφή με τους κορυφαίους ανά τον κόσμο. Αλήθεια, πώς είναι να κινείστε δημοσιογραφικά σε τέτοιους χώρους και ποια η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου ρεπορτάζ που σας έκανε να το ακολουθήσετε;
Δε θα έλεγα ότι είναι και το πιο εύκολο να κινείσαι δημοσιογραφικά στο ερευνητικό οικοσύστημα. Αφενός η έλλειψη διαθέσιμου χρόνου των επιστημόνων, αφετέρου η κυριαρχία αρνητικών πεποιθήσεων για τα ΜΜΕ, δυστυχώς, δεν ενθαρρύνουν την γόνιμη αλληλεπίδραση των επιστημόνων με τους δημοσιογράφους. Υπάρχει μια μερίδα επιστημόνων που θεωρούν μεγάλο πρόβλημα την έλλειψη γνώσης, εκπαίδευσης ή ενδιαφέροντος του κοινού για την επιστήμη. Στα προβλήματα της επικοινωνίας μεταξύ επιστημόνων και δημοσιογράφων συμπεριλαμβάνονται, επίσης, οι διαφορετικές προσδοκίες εκατέρωθεν και φυσικά η διαφορετική εκτίμηση και αξιολόγηση μιας ιστορίας για την επιστήμη. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι επιστήμονες που έχουν εξοικειωθεί με τα ΜΜΕ και απολαμβάνουν αυτή την αλληλεπίδραση. Και αυτό το κάνουν για να ενημερώσουν και να εκπαιδεύσουν το κοινό, για να επηρεάσουν τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων και τέλος για προσωπική τους ευχαρίστηση, έτσι επειδή απλά το απολαμβάνουν. Σίγουρα όμως η σχέση μεταξύ επιστημόνων και ΜΜΕ είναι μια σχέση αλληλεπίδρασης και ανταλλαγής με αμοιβαίο όφελος. Και αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό και από τις δύο πλευρές.
Επιπλέον, για να μεταφέρει ένας δημοσιογράφος την επιστημονική γνώση στο κοινό και να την καταστήσει κατανοητή, πρέπει να την κατέχει και ο ίδιος και, δυστυχώς, στη χώρα μας οι δημοσιογράφοι της επιστήμης, οι οποίοι μπορούν να το κάνουν, είναι ελάχιστοι. Ένα βασικό πρόβλημα επίσης είναι και η αδυναμία των δημοσιογράφων, που οφείλεται στην έλλειψη επαφής τους με τον επιστημονικό χώρο, να αξιολογήσουν τους επιστήμονες που εμφανίζονται ως εμπειρογνώμονες ή να βρουν την ιδανική πηγή επιστημονικής πληροφόρησης. Το κακό είναι πως οι δημοσιογράφοι που δεν έχουν ασχοληθεί με την επιστήμη ή δεν είναι και οι ίδιοι επιστήμονες, δεν ξέρουν να «διαβάζουν», να κατανοούν τα επιστημονικά στοιχεία και να υποβάλλουν στοχευμένα και ουσιαστικά ερωτήματα, για να αποσπάσουν τη σωστή και χρήσιμη πληροφορία. Έτσι περιορίζονται στον ρόλο του διαύλου μεταφοράς πληροφοριών, άστοχων πολλές φορές ή με λανθασμένη λεκτική και νοηματική απόδοση, χωρίς να ασκούν κριτική και ουσιαστική δημοσιογραφία.
Προσωπικά με έχει διευκολύνει πάρα πολύ το επιστημονικό μου υπόβαθρο στο να ξεπεράσω τέτοια προβλήματα. Επίσης, μπορώ να κατανοήσω και τη συμπεριφορά των επιστημόνων, γιατί μπορώ να σκέφτομαι ταυτόχρονα και ως δημοσιογράφος και ως επιστήμονας και να βρίσκω ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο ρόλων. Αν θέλετε, αυτή είναι και η πρόκληση του συγκεκριμένου είδους ρεπορτάζ. Στα συν είναι το γεγονός ότι η πλειονότητα των συμφοιτητών μου είναι πανεπιστημιακοί ή ερευνητές και έτσι μπορώ να τους «χρησιμοποιώ» ως πρωτογενείς και, γιατί όχι, ανεξάντλητες πηγές για το ρεπορτάζ μου.
Ποια προσωπικότητα θα ξεχωρίζατε και για ποιον λόγο;
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των μεγάλων επιστημόνων είναι η ταπεινότητά τους. Σε προσεγγίζουν με την αθωότητα ενός παιδιού και σου μιλούν με ενθουσιασμό για την έρευνά τους. Το κοινό στοιχείο που έχουν οι επιστήμονες που εγώ προσωπικά έχω γνωρίσει μέχρι σήμερα είναι ότι στη ζωή τους δεν επιδίωξαν την πρωτιά και τη διάκριση. Υπηρέτησαν απλώς την επιστήμη τους και συναντήθηκαν με την επιτυχία κατά τη διάρκεια της προσωπικής τους πορείας. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν μια γοητευτική προσωπική ζωή και ιστορία. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιον ή κάποιαν, γιατί θα αδικήσω τους υπόλοιπους. Τους αγαπώ όλους το ίδιο και τους ευγνωμονώ, γιατί, αφενός, με εμπιστεύτηκαν και μου άνοιξαν ένα παράθυρο τόσο στο επιστημονικό τους έργο όσο και στη ζωή τους, αφετέρου, με δίδαξε ο καθένας και από κάτι.
Πρόσφατα εντυπωσιάστηκα από το ήθος και την ταπεινότητα του πρωτοπόρου πανεπιστημιακού δασκάλου, επιστήμονα, επιχειρηματία, εφευρέτη, και πάνω από όλα Ανθρώπου, Ρόμπερτ Λάνγκερ, του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (MIT), ο οποίος, κατά κοινή αναγνώριση, με τις ανακαλύψεις του έχει επηρεάσει-και συνεχίζει να επηρεάζει-τις ζωές δισεκατομμυρίων ανθρώπων πάνω στη γη. Μπορεί και την δική μας. Ως συνιδρυτής της εταιρείας βιοτεχνολογίας Moderna, που παρήγαγε ένα από τα εμβόλια του κορονοϊού, κατέχει περίπου το 3% των μετοχών της εταιρείας, αξίας περίπου 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και, κατά συνέπεια, βρέθηκε στη λίστα των πολυδισεκατομμυριούχων του Forbes, χωρίς να το θέλει και χωρίς να το έχει επιδιώξει, και μάλιστα ντρέπεται γι’ αυτό πάρα πολύ! «Είναι ντροπιαστικό», μου είπε στη συζήτηση που είχαμε. «Δεν πούλησα ποτέ ούτε μια μετοχή της Moderna, επομένως είναι σαν να μην έχω τα χρήματα. Ποτέ δεν προσπάθησα να γίνω πλούσιος. Ποτέ δεν αναζήτησα αξιώματα και θέσεις εργασίας με υψηλές αποδοχές. Σε όλη μου την ζωή έψαχνα να κάνω πράγματα που ένιωθα ότι θα έκαναν την διαφορά και ας είχα χαμηλές απολαβές», μου τόνισε με έμφαση. Και πράγματι το έχει αποδείξει περίτρανα! Αρκεί να σκεφτεί κάποιος πως όταν τέλειωσε το διδακτορικό του το 1974 απέρριψε 20 προσφορές εργασίας από πετρελαϊκές εταιρείες κολοσσούς που θα τον έκαναν πλούσιο, οι τέσσερις μόνο από την Exxon Mobil!
Υπήρξαν άνθρωποι με σπουδαίο έργο που σας «απογοήτευσε» η επαφή μαζί τους και πώς το διαχειριστήκατε;
Το κριτήριό μου για να προσεγγίσω κάποιον/α επιστήμονα δεν είναι μόνο τα ερευνητικά τους επιτεύγματα. Για μένα παίζει πολύ μεγάλο ρόλο το ήθος του ανθρώπου επιστήμονα. Με ενδιαφέρουν οι επιστήμονες που αντιμετωπίζουν τους συνανθρώπους τους με σεβασμό και ευγένεια. Έχω απορρίψει κορυφαίους ερευνητές επειδή ακριβώς δεν είχαν ανάλογο ήθος και ανθρωπισμό. Δεν με ενδιαφέρουν τέτοιες περιπτώσεις, οπότε γενικά θα μπορούσα να πω πως δεν έχω απογοητευτεί από την επαφή μου με τους επιστήμονες. Μόνο μια φορά είχα μια αρνητική, αν μπορώ να πω, εμπειρία, το 2022 στο Βερολίνο με τον Νομπελίστα πλέον John Michael Jumper. Ο Αμερικανός χημικός και επιστήμονας υπολογιστών και διευθυντής στη Google DeepMind δημιούργησε μαζί με τον Demis Hassabis και τους συνεργάτες τους το AlphaFold, ένα μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης για την πρόβλεψη των πρωτεϊνικών δομών από την αλληλουχία αμινοξέων τους με υψηλή ακρίβεια, που έλυσε τα χέρια χιλιάδων επιστημόνων, και για αυτό βραβεύτηκαν με το Νόμπελ Χημείας φέτος. Ο συγκεκριμένος επιστήμονας ήταν προσκεκλημένος ομιλητής στην ετήσια συνάντηση-θεσμό Falling Walls Summit και μετά την παρουσίασή του, αντί να μιλήσει στους δημοσιογράφους, που είχαν έρθει από την άκρη του κόσμου για να τον δουν και να τον γνωρίσουν, αποχώρησε από τον χώρο του συνεδρίου χωρίς να ενημερώσει κανέναν, ούτε καν τους διοργανωτές! Αυτή τη συμπεριφορά τη θεώρησα, αν μη τι άλλο, πολύ αγενή εκ μέρους του. Από την άλλη, κατανοώ ότι μπορεί να έχει αγοραφοβία. Πολλοί επιστήμονες είναι εσωστρεφείς. Πάντως, αν μου είχε μιλήσει, θα πρόσθετα ακόμη μια συνέντευξη Νομπελίστα στο αρχείο μου…
Διαπιστωμένα το αναγνωστικό κοινό ψάχνει θέματα επιστημονικού περιεχομένου. Πόσο ρόλο παίζει η δημοσιογραφική προσέγγιση στο να κάνουν «κτήμα» τους ένα κείμενο δίχως τον φόβο πως δε θα το κατανοήσουν;
Θεωρώ ότι το κοινό ενδιαφέρεται αρκετά για τα θέματα της επιστήμης και αναζητά την έγκυρη επιστημονική πληροφόρηση. Απόδειξη είναι, για παράδειγμα, η συμμετοχή ενός μεγάλου κοινού σε επιστημονικά events, όπως το ετήσιο Athens science festival, που προσελκύει κάθε χρόνο περίπου 30.000 άτομα κάθε ηλικίας και μορφωτικού επιπέδου. Το ζήτημα είναι αν και πού μπορεί να βρει το κοινό την έγκυρη και σωστή πληροφόρηση στην καθημερινότητά του. Αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση. Οι δημοσιογράφοι επιστήμης πρέπει να «κατεβάζουν» την επιστήμη στο επίπεδο του κοινού νου και να μεταφέρουν στον κόσμο με απλοποιημένο τρόπο τα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας. Με άλλα λόγια, να «μεταφράζουν» την επιστημονική πληροφορία στη γλώσσα που καταλαβαίνει ο μη ειδικευμένος αποδέκτης και να του δίνουν απάντηση σε συγκεκριμένα ερωτήματα, και κυρίως στο ερώτημα: «Γιατί να με ενδιαφέρει εμένα αυτό που μου λες;».
Ένας ιδανικός τρόπος για να μιλήσει στο κοινό ένας δημοσιογράφος είναι η αφήγηση, δηλαδή να του πει μια ανθρώπινη ιστορία. Με την αφήγηση δεν προβάλλεται μόνο η ερευνητική διαδικασία, αλλά ταυτόχρονα έρχονται στο προσκήνιο και οι άνθρωποι που βρίσκονται πίσω από αυτή. Ο κόσμος θέλει να μάθει από τους επιστήμονες τι πραγματικά κάνουν, ποιο ήταν το κίνητρο της έρευνάς τους, τι φόβους έχουν, πώς νιώθουν έπειτα από μια ανακάλυψη κλπ. Όμως ο πιο σημαντικός στόχος είναι οι αναγνώστες ή οι ακροατές, διαβάζοντας ή ακούγοντας μια συναρπαστική αφήγηση, να μην ενημερώνονται απλώς, αλλά να μαθαίνουν για την επιστήμη, να αποκτούν επιστημονική γνώση, και μάλιστα να διατηρούν τη γνώση για πράγματα που διασυνδέονται μεταξύ τους.
Ποια η άποψή σας για την εξωστρέφεια των πανεπιστημίων της χώρας μας; Εκτιμάτε πως στο κομμάτι της επικοινωνίας και της στελέχωσης από επαγγελματίες είμαστε ελλειμματικοί;
Δυστυχώς στα πανεπιστήμια της χώρας μας δεν υπάρχει η κουλτούρα της επικοινωνίας της επιστήμης. Στην πλειονότητα των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και ερευνητικών κέντρων δεν υπάρχουν γραφεία τύπου και, αν υπάρχουν, δεν εργάζονται σε αυτά επαγγελματίες δημοσιογράφοι, αλλά διοικητικοί υπάλληλοι. Από την άλλη, η εθνική χρηματοδότηση της έρευνας είναι εξαιρετικά ανεπαρκής. Ο ετήσιος κρατικός προϋπολογισμός για τα μεγάλα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια συχνά δεν επαρκεί για την κάλυψη βασικών δαπανών όπως το κόστος του ρεύματος, πόσω μάλλον για την πληρωμή δημοσιογράφων. Χρειάζεται μια αναδιοργάνωση του οικοσυστήματος της έρευνας που να συμπεριλαμβάνει γραφεία τύπου και δημοσιογράφους επιστήμης. Από την άλλη, υπάρχει και μια μερίδα επιστημόνων που δε θεωρούν την επικοινωνία της επιστήμης απαραίτητη και αρκετοί από αυτούς δεν θα ασχολούνταν καν, αν η διάχυση της έρευνας δεν ήταν απαιτούμενο των ευρωπαϊκών ερευνητικών έργων που συντονίζουν ή συμμετέχουν. Κατά τη γνώμη μου, η επικοινωνία της επιστήμης όπως και η φιλοσοφία της επιστήμης θα έπρεπε να διδάσκονται ως μαθήματα σε όλες τις σχολές των ελληνικών ΑΕΙ, έτσι ώστε οι ίδιοι οι επιστήμονες να γίνονται επικοινωνητές της επιστήμης τους, γιατί είναι εκείνοι που γνωρίζουν την έρευνά τους καλύτερα από τον καθένα.
Μόνο τον τελευταίο χρόνο ανταμώσατε σπουδαίες προσωπικότητες της επιστήμης, όπως ο Robert Langer, ο δικός μας Γιωργής Αλεξανδράκης, ο Gunnar von Heijne, ο Πολ Αλιβιζάτος κλπ., ενώ παράλληλα επισκεφθήκατε ένα διάσημο ωκεανογραφικό, το περίφημο Tara, με σπουδαίο ερευνητικό έργο. Υπάρχει δημοσιογραφικός στόχος που παραμένει το «όνειρό» σας;
Έχω ξαναπεί πως έχω ακούσει πολλές φορές από επιστήμονες ότι «η επιστήμη είναι σαν θρίλερ, ξέρεις από πού να αρχίσεις αλλά δεν ξέρεις ποτέ πού θα φτάσεις». Το ίδιο ισχύει και για την δημοσιογραφία της επιστήμης. Όταν, για παράδειγμα, πήγα τον Ιούνιο του 2017 για πρώτη φορά στην ειδυλλιακή γερμανική πόλη Λιντάου της Βαυαρίας, για να παρακολουθήσω το Lindau Nobel Laureates Meeting, την ετήσια συνάντηση Νομπελιστών με νέους ερευνητές, ήξερα ότι θα συναντούσα Νομπελίστες, αλλά ότι μετά από δύο χρόνια θα κατέγραφα την εμπειρία μου σε ένα βιβλίο, αυτό δεν μου είχε περάσει καν από το μυαλό. Πραγματικά δεν είχα φανταστεί ότι θα δειπνούσα στο ίδιο τραπέζι με τον Aaron Ciechanover, ότι θα έμπαινα στο εργαστήριο του Harald zur Hausen στη Χαϊδελβέργη, ότι θα άκουγα τις ιστορίες για τους επίλεκτους Eagle scout (Αμερικανούς προσκόπους) από τον ακτιβιστή Peter Agree, ότι θα έμενα άφωνη ακούγοντας τον George Smoot να μου λέει πόσο μαγεύτηκε από τον μηχανισμό των Αντικυθήρων. Δεν υπάρχει κανένας ειδικός στόχος όταν γράφεις και μιλάς για την επιστήμη. Κάθε επαφή με την επιστήμη είναι και μια καινούργια εμπειρία. Πάμε και όπου βγει.
Θα προτείνατε αυτό το είδος του ρεπορτάζ σε νέους συναδέλφους που ξεκινούν τώρα την καριέρα τους;
Πιστεύω ότι το συγκεκριμένο δημοσιογραφικό πεδίο δυνητικά θα μπορούσε να έχει μέλλον. Η επιστήμη είναι ένα εξελισσόμενο πεδίο με ανεξάντλητα θέματα και απεριόριστες πηγές. Από την άλλη, θεωρώ ότι η δημοσιογραφία βρίσκεται σε ένα τέλμα και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι θα αναγκαστούν να στραφούν σε «φρέσκα» πεδία, σε πεδία που δεν έχουν «καεί». Ήδη το κάνουν. Βλέπουμε δημοσιογράφους π.χ. του πολιτικού ρεπορτάζ να επισκέπτονται ερευνητικά κέντρα και να κάνουν συνεντεύξεις (από πού και ως πού;). Η επιστήμη είναι ένα τέτοιο πεδίο. Η πανδημία έκανε την δημοσιογραφία της επιστήμης mainstream και, γι’ αυτό, θα πρότεινα σε νέους συναδέλφους να ασχοληθούν, αλλά πρώτα να εκπαιδευτούν και να αποκτήσουν γνώση. Δυστυχώς στη χώρα μας δεν υπάρχουν ειδικά εκπαιδευτικά εργαστήρια και επιμορφωτικά προγράμματα, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις, που είναι ελάχιστες. Επίσης δεν έχει ενταχθεί η δημοσιογραφία της επιστήμης ως ολοκληρωμένο μάθημα στα ελληνικά πανεπιστημιακά τμήματα δημοσιογραφίας και επικοινωνίας και αυτό μπλοκάρει την εκπαίδευση νέων δημοσιογράφων στον κλάδο. Συνεπώς, κάποιος που επιθυμεί να αποκτήσει πανεπιστημιακή γνώση πάνω στην δημοσιογραφία της επιστήμης θα πρέπει να την αναζητήσει στο εξωτερικό. Πολύ φοβάμαι ότι, αν δεν μπει η δημοσιογραφία και η επικοινωνία της επιστήμης στην κουλτούρα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, το συγκεκριμένο δημοσιογραφικό είδος θα κακοποιηθεί από άσχετους δημοσιογράφους. Επιπλέον, στο συνεχώς μεταβαλλόμενο, λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων, μιντιακό οικοσύστημα έχει χαθεί η έννοια της «μαθητείας». Δεν υπάρχουν μέντορες με την παραδοσιακή έννοια ή, αν υπάρχουν, δεν διαθέτουν χρόνο για να εκπαιδεύσουν νέους δημοσιογράφους στο ρεπορτάζ επιστήμης και, έτσι, οι νέοι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν ένα «κενό καθοδήγησης», το οποίο δεν αντιμετώπιζαν οι παλαιότερες γενιές δημοσιογράφων.