Της Ειρήνης Παπουτσή
ΦΩΤΟ: Δ. Καστανάρας // LarissaPress
Χαρακτηρίζεται – και όχι άδικα – ως μία από τις πλέον ιδιοσυγκρασιακές σκηνοθέτιδες του θεάτρου αλλά και μια καλλιτέχνιδα με «πολιτική ματιά». Η Γεωργία Μαυραγάνη, στην πρώτη της συνεργασία με το Θεσσαλικό Θέατρο, σκηνοθετεί το έργο της Κεντρικής Σκηνής, Με δύναμη από την Κηφισιά, των Δημήτρη Κεχαΐδη και Ελένης Χαβιαρά και μιλά στη LarissaPress για μια παράσταση που αναδεικνύει τη μαγεία της επικοινωνίας και του προφορικού λόγου, μοιράζεται την πίστη της στις ομάδες και επιμένει: “Το θέατρο, ως δημόσιος λόγος, είναι πολιτική πράξη”.
Τη συναντήσαμε στο φουαγιέ του θεάτρου και λίγες ώρες πριν την πρόβα μοιράστηκε απλόχερα μαζί μας σκέψεις και συναισθήματα για μια παράσταση «που όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, τη δεκαετία του ’90, είχε την τύχη να σκηνοθετηθεί από τον Λευτέρη Βογιατζή, έτυχε πολύ καλής μεταχείρισης και έτσι αναδείχθηκαν όλα τα χαρίσματα του έργου».
Τέσσερις γυναίκες επί σκηνής που μιλούν ακατάπαυστα για όλες τις πτυχές της ζωής τους. Είναι κατά την άποψή σας ένα «γυναικείο» έργο το Με δύναμη από την Κηφισιά ή ξεπερνά τα όρια των φύλων και παίρνει διάσταση υπαρξιακή;
«Το έργο θεωρείται κλασσικό πια και κατά την άποψή μου αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα κοινωνικού ρεαλιστικού έργου, με τους δύο συγγραφείς να του προσδίδουν στοιχεία ονείρου. Το έργο παραμένει υπαρξιακό, οι ηρωίδες μας – μέσα από διαδικασίες και ενώ συζητούν για ένα ταξίδι – φέρνουν εμπόδια η μία στην άλλη, σα να ανακαλύπτουν πως τελικά δε θέλουν να φύγουν για τις ίδιες αλλά για τους άλλους. Καταιγιστικός ρυθμός αλλά και κομβικός ο ρόλος της νέας γενιάς, που τις “ξυπνά” για να κάνουν το ταξίδι, σε ένα στοιχείο που είναι σαφώς γυναικείο», περιγράφει η κ. Μαυραγάνη.
Από τις πιο πολυσυζητημένες δουλειές σας ήταν το Γκιακ, του Δημοσθένη Παπαμάρκου, που σκηνοθετήσατε το 2017. Θεατρική μεταφορά μιας σύγχρονης συλλογής διηγημάτων τότε, μια ιδιαίτερα δημοφιλής κωμωδία της νεοελληνικής δραματουργίας σήμερα για το Θεσσαλικό. Ποια είναι η άποψή σας αλλά και η σχέση σας με το σύγχρονο ελληνικό θεατρικό έργο;
«Το θέατρο έχει να κάνει και με τον λόγο. Όσο μάλιστα με αφορά θα έλεγα πως μου αρέσει η ελληνική θεματική, διότι την αντιλαμβάνομαι καλύτερα. Μιλάμε εξάλλου για εξαιρετικούς συγγραφείς, αλλά το κυριότερο είναι η προφορικότητά τους. Θαρρείς και το έργο εξελίσσεται “μαγνητοφωνημένο” μπρος στα μάτια του θεατή και αυτή ακριβώς είναι και η δυσκολία του. Εκτιμώ πως η συγκεκριμένη παράσταση είναι μεγάλο σχολείο τόσο για τους ηθοποιούς όσο και για μένα. Είναι από τα πλέον καλογραμμένα έργα, με πρωταγωνιστή και κυρίαρχο τον ρυθμό. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως η προφορικότητα είναι κυρίαρχο ελληνικό χαρακτηριστικό και όσο αυτό ανατρέπεται τόσο χάνεται ο ζωντανός διάλογος».
Να υποθέσω λοιπόν πως καλλιτεχνικά αυτή η διάσταση του έργου αποτέλεσε για εσάς και τη μεγαλύτερη πρόκληση;
«Όντως! Δεν υπήρχε για μένα μεγαλύτερη πρόκληση από το να αποδώσω τη μαγεία και τον ζωντανό προφορικό του λόγο και μάλιστα με ρυθμούς καταιγιστικούς».
Έχετε δηλώσει σε συνέντευξή σας πως «Αν στην αφήγησή σου ανοίγεις διάλογο μόνο με το σινάφι σου και όχι με την πόλη και τους συνανθρώπους σου, τότε υπάρχει πρόβλημα». Πιστεύετε πως τα ΔΗΠΕΘΕ, με τη μορφή που λειτουργούν σήμερα, κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, τροφοδοτώντας ίσως και το κέντρο;
«Φυσικά και γι’ αυτό θα πρέπει να στηριχθούν και να συνεχίσουν να υπάρχουν. Αγάπησα το θέατρο από το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην περιφέρεια και μέσω του ΔΗΠΕΘΕ ήρθα σε επαφή με την Τέχνη. Σήμερα το θέατρο κινείται δυστυχώς σε πιο εμπορικούς ρυθμούς, δίχως απαραίτητα αυτό που πουλάει να έχει και ποιότητα. Τελικά το ζητούμενο δεν είναι μόνο το “sold out” αλλά και το τι προτείνεται στο κοινό. Οι θεατές έρχονται με τα μάτια τους αθώα, αντιλαμβάνονται ωστόσο την πρόθεση και ανταποκρίνονται ανάλογα».
Τι αποκομίσατε από τη συνεργασία σας με το Θεσσαλικό Θέατρο;
«Είναι η πρώτη φορά που συνεργάζομαι με το Θεσσαλικό Θέατρο και χαίρομαι που συναντήθηκα καλλιτεχνικά με ένα ιστορικό θέατρο, έχοντας αναπτύξει το λίγο αυτό διάστημα μια ζωντανή και ωραία σχέση με τους ανθρώπους του. Το Θεσσαλικό Θέατρο έχει εργάτες, ανθρώπους ταλαντούχους, που βάζουν ψυχή στη δουλειά τους, κάτι που δεν το συναντάς εύκολα».
«Σκαλίζοντας» δημοσιογραφικά τα καλλιτεχνικά πεπραγμένα σας διαπιστώνω πως αρκετοί συνάδελφοι αναφέρονται σε σας σημειώνοντας πως η Γεωργία Μαυραγάνη είναι αναμφισβήτητα μια καλλιτέχνιδα με «πολιτική ματιά». Το θέατρο είναι πολιτική τελικά; Με άλλα λόγια σας αντιπροσωπεύει αυτή η αναφορά στο πρόσωπό σας;
«Το θέατρο είναι δημόσιος λόγος και ο δημόσιος λόγος δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική πράξη. Από την στιγμή μάλιστα που λειτουργεί επιδραστικά στον πολίτη και στην πόλη δεν μπορεί παρά να είναι όντως πολιτική πράξη… Συνεπώς δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου ούτε και να σκεφτώ έξω από αυτό το πλαίσιο».
Δουλέψατε παράλληλα στη δημόσια εκπαίδευση, από όπου και παραιτηθήκατε πρόσφατα. Λείπει το θέατρο και οι Τέχνες από τα σχολειά μας και τι θα προτείνατε;
«Δε θέλω να φανώ απαισιόδοξη, μα το θέατρο όντως λείπει από τα σχολεία μας πάρα πολύ. Το όραμα της Μελίνας Μερκούρη για τα ΔΗΠΕΘΕ και την Τέχνη στην Παιδεία ήταν μεγάλο και διαπιστωμένα όπου χρησιμοποιήθηκαν οι Τέχνες ως εργαλείο τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Τα παιδιά βρίσκουν τρόπο να εκφραστούν και να μιλήσουν, μαθαίνοντας στην πράξη τι σημαίνει ομαδικότητα. Πιστεύω αυτό να γίνει αντιληπτό και να αλλάξει η εικόνα προς το καλύτερο».
Μια κουβέντα με πολλές παραμέτρους και άλλες τόσες «παρενθέσεις» φτάνει στο τέλος της, με τη Γεωργία Μαυραγάνη να μην κρύβει τον ενθουσιασμό της για την παράσταση και την καλλιτεχνική της συνάντηση με το κοινό της Λάρισας, δίνοντας ταυτόχρονα μάχη μέχρι τέλους για τον… Στρίντμπεργκ που δηλωμένα αντιπαθώ: «Ένα θα πω, σκεφτείτε το Ονειρόδραμα, έργο του γύρω από τον άνθρωπο και την εμπειρία της ζωής, με ηρωίδα την κόρη του θεού, η οποία κατεβαίνει από τον ουρανό για να επισκεφθεί τη γη προκειμένου να γνωρίσει την ανθρώπινη φύση και τα όσα βιώνει το άγνωστο για εκείνη είδος. Την κόρη, όχι τον γιο…», χαμογελά με νόημα. Με ιντρίγκαρε, δεν το κρύβω…