Γράφει ο Θωμάς Κυριάκος
“Ἡ Λάρισα ήταν τότε μια μικρή επαρχιακή πολιτεία χωρίς ρυμοτομία, χωρίς δρόμους, όλο στενοσόκακα, πολλές φορές δαιδαλώδη καί πάρα πολλά τούρκικα σπίτια, ὅλα μέ «τσατμάδες», ξύλινα ἐρείσματα στούς τοίχους μέ λάσπη, δηλαδή μια μάλτα πού τή δούλευαν με ἄχυρα κάνοντας λασπότουβλα. Τά πιό πολλά δίπατα, τά τούρκικα, μέ προεξοχές και παράθυρα μέ καφάσια. Πίσω ἀπό τά καφασωτά παράθυρα κάθονταν οἱ Τουρκάλες και σεργιανοῦσαν τή γειτονιά ἤ παρακολουθοῦσαν ἀποχαυνωμένες ἀπό τή ζέστη τούς ἄνδρες πού περνοῦσαν, οἱ περισσότεροι μέ κόκκινα φέσια, μέ μακριά, μαύρη φούντα και οἱ φτωχότεροι φοροῦσαν ἕναμαῦρο ή κόκκινο καλπάκι κι ἀκόμα οἱ πιό φτωχοί ἔδεναν γύρω ἀπό τό κεφάλι τους ἕνα ἄσπρο λερό πανί.
Ήταν ὅμως καί σπίτια ἑλληνικά δίπατα κυρίως νεοελληνικοῦ ρυθμοῦ, μέ φαρδιά μπαλκόνια στηριγμένα σε μαρμαρόγλυπτα φουρούσια με σκαλισμένες πόρτες πού ἀνέβαινες να τις ἀνοίξεις από φαρδιές μαρμάρινες σκάλες. Τα σπίτια ἦταν κι αὐτά δίπατα και στον πρῶτο ὄροφο οἱ κρεβατοκάμαρες, σπίτια βαμμένα ἄσπρα με κόκκινα κεραμίδια, τριγυρισμένα μπρός πίσω μέ ψηλά δέντρα, κυρίως πεῦκα καί κουκουναριές, και φιλύρες ἀκόμα και πλατάνια καί σ’ ὅλα τά παράθυρα σειρά τά κόκκινα γεράνια, γαρδένιες και ἁγιόκλημα δίπλα ἀπό τίς σκάλες και μοσχοβολοῦσε ὅλη ἡ γειτονιά. Και τά μονώροφα, ἦταν πολλά μονώροφα, κάτω εἶχαν ἕνα ὑπόγειο και τά φτωχότερα, ἀκόμα και οἱ προσφυγικές παράγκες, ὅλα εἶχαν αὐλές μέ πολλά λουλούδια, πολλά φτωχολούλουδα, μυριστικά, βασιλικό κι ἁγιόκλημα, πετούνιες και νυχτολούλουδα.
Το καλοκαίρι, μόλις ἔπεφτε ὁ ἥλιος, οἱ νοικοκυρές ἤ οἱ ὑπηρέτριες πότιζαν τις αυλές, ὅλα τά λουλουδάκια ξαναζωντάνευαν ἔπειτα ἀπό τήν κάψα τῆς καλοκαιριάτικης ἡμέρας κι ὅλη ἡ πόλη, ἀλήθεια πόσο μικρή ήταν τότε, ἀνάσαινε δροσιά και μυρωδιές από λουλούδια. Κι ἦταν ὄμορφα τα βράδια με τά ἀστέρια να λάμπουν στον οὐρανό και τή δροσερή εὐωδιά των κήπων. Οἱ δρόμοι ἦταν λασπόδρομοι, ὅταν ἔβρεχε κι ἔβρεχε πολύ σ’ αυτή τήν πόλη, ὅλο ἔβρεχε,ἡ γιαγιά μου ἔλεγε «ἄρχισε πάλι το τσάρτσάρ», καί τότε ἦταν ὅλα γκρίζα σ’ αυτή τήν πόλη, ἦταν ὅλα μια ἀπελπισία σ’ αὐτή τήν πόλη, μιά πλήξη και μιά στένωση ἦταν σ’ αὐτή την πόλη. Τά μαγαζιά ἦταν ὅλα χαμηλά, τούρκικα μαγαζιά κι ἑβραίικα και ἑλληνικά μαγαζιά, ἐλάχιστα μαγαζιά τῆς Ἑρμοῦ ἦταν πιό καλά, ὄχι ὅμως πολύ καλά, μέσα τους εἶχαν πατικωμένο παλιό ἐμπόρευμα από μεταξωτά…” αναφέρει ο Μάκης Λαχανάς στο βιβλίο του “η Πόλις”, δείγμα της ανθρωπογεωγραφίας της Λάρισας πριν από περίπου έναν αιώνα [1].
Τόπος: ο γεωγραφικός χώρος όπου ζούμε, κινούμαστε, που αποκτά ιστορία, υπόσταση, συνδέεται με προσωπικά βιώματα και αποτελεί κομμάτι της ζωής μας.
Μνήμη: το σύνολο των αναμνήσεων, των πληροφοριών, των “εγγραφών” που αποθηκεύονται στο ασυνείδητο του ανθρώπου.
Όταν κάποιος θέλει να αναφερθεί στη Λάρισα, δεν μπορεί να προσεγγίσει το σήμερα αν δεν κάνει μια σύντομη αναφορά στο παρελθόν της. Ζούμε σε μία από τις αρχαιότερες και μάλιστα αδιαλείπτως κατοικούμενες πόλεις στον ελληνικό χώρο, όπως αναφέρει ο Δρ. Αρχαιολόγος Θεόδωρος Παλιούγκας στο νέο του βιβλίο «Συμβολές στην τοπογραφία και αρχαιολογία της Πελασγίδος Λάρισας”.
Η Λάρισα είναι μια πόλη που μετρά 143 χρόνια ελευθερίας από τον Τουρκικό ζυγό, μια πόλη που δεν υπήρξε ποτέ χωριό, αλλά σημαντικό διοικητικό, εμπορικό και αστικό κέντρο, ακόμη και στην περίοδο της μακρόχρονης Οθωμανικής σκλαβιάς. Μια πόλη που τα τελευταία 200 χρόνια γνώρισε τόσους πολέμους, αναταραχές, διαφορετικούς πληθυσμούς και τόσες μεταβολές.











Σημαδεύτηκε έντονα από βομβαρδισμούς, όπως του Δεκεμβρίου του 1940 και του Μαρτίου του 1941, την επόμενη ακριβώς ημέρα από τον καταστροφικό σεισμό των 6,3 ρίχτερ της 1ης Μαρτίου, αρχικά από τους Ιταλούς και στη συνέχεια από τους Γερμανούς, ενώ ο σεισμός της 1ης Μαρτίου άφησε κι αυτός ανεξίτηλα τα σημάδια του στην πόλη.



Μια κατεστραμμένη πόλη βρήκαν οι πελαργοί, μόνιμοι επισκέπτες της Λάρισας, την Άνοιξη του 1941. Ίδια εικόνα αντίκρισαν και αποτύπωσαν φωτογραφικά οι Γερμανοί κατακτητές, κατά την είσοδο τους στην άδεια πόλη την Μεγάλη Παρασκευή. Χαλάσματα παντού, ερείπια, εκεί που μέχρι πριν λίγες βδομάδες έστεκαν σπίτια, ξενοδοχεία, καταστήματα, όπως και ελάχιστους κατοίκους, που αμήχανα παρατηρούσαν τον πολυάριθμο στρατό, με τα θηριώδη τανκς να κατακτούν μια έρημη πόλη.

Μεταβολές, άλλοτε βίαιες και άλλοτε ηθελημένες, μέσω της αντιπαροχής που ακολούθησε, από τη δεκαετία του ’60 και μετά, συνετέλεσαν στην αλλαγή της εικόνας της, και την μετεξέλιξή της στην μορφή που έχει η πόλη μας τα τελευταία χρόνια. Παρατηρώντας παλιές φωτογραφίες της Λάρισας, στον κεντρικό τομέα δέσποζαν κυρίως νεοκλασικά κτίρια, με ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά. Ήταν διώροφα, όπως το παλιό κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, το Μέγαρο Χατζημέτου (Λέσχη Ασλάνη), το Μέγαρο Καρανίκα, το ξενοδοχείο «Πανελλήνιον», το Μέγαρο Σκαλιώρα, το κτίριο Οικονόμου-Φαληρέα κ.α.


Εκτός από τα νεοκλασικά υπήρχαν σπίτια χτισμένα, άλλα με εμφανή τουβλάκια, χωρίς ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, πιο λαϊκά σπίτια και άλλα με ημικυκλικά μπαλκόνια, περίτεχνες εξώθυρες με κυκλικούς φεγγίτες στο πλάι και σκοτίες σε σημεία της όψης, χαρακτηριστικά της Art Deco και της αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου. Όλα αυτά τα στοιχεία είχαν έναν κοινό παρανομαστή, τον αρχιτέκτονα Ελευθέριο Κολονέλο και τις επιρροές του στην μεταπολεμική αρχιτεκτονική σε αρκετά κτίρια της Λάρισας [2]. Ενώ, οι εκτός κέντρου κατοικίες ήταν συνήθως ισόγειες ή υπερυψωμένες με υπόγεια και ακολουθούσαν τις ανάγκες στέγασης των ιδιοκτητών.











Σπίτια λιτά, χωρίς υπερβολές. Όπως η ισόγεια κατοικία της οδού Αργυροκάστρου, κτισμένη στα τέλη του 1920 με αρχές του 1930, αποτελούσε ένα από τα τελευταία πέντε με έξι προπολεμικά σπίτια της περιοχής [3]. Δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής εκείνης της περιόδου.

Στα μάτια μου αυτή η κατοικία συμβολίζει μια ολόκληρη γενιά που έζησε και μεγάλωσε σε σπίτια χαμηλά, με αυλές και λουλούδια, ονειρεύτηκε ένα καλύτερο μέλλον. Κατοικία που είχε προδιαγεγραμμένη κατάληξη μετά την αποδημία των ιδιοκτητών. Κατεδαφίστηκε πριν από 2 χρόνια περίπου και στη θέση της κτίστηκε μια νέα πολυκατοικία. Δυστυχώς οι κατεδαφίσεις είναι ένα φαινόμενο που αυξάνεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια αλλάζοντας την ιστορία της πόλης και το αστικό αποτύπωμα της στο χρόνο.
Σήμερα, η πόλη μας, με πληθυσμό πάνω από 220.000 κατοίκους, μετρά μόνο 17 κτίσματα χαρακτηρισμένα ως διατηρητέα. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Λάρισας κο Νέστορα Κανέλλο θα έπρεπε να έχουμε τουλάχιστον 30 [4]. Αν αναλογιστεί κανείς ότι το Ηράκλειο Κρήτης, με πληθυσμό παραπλήσιο με τον δικό μας έχει πάνω από 80 και ο γειτονικός Βόλος πάνω από 50, έχοντας αποκαταστήσει τα 28 εξ αυτών.
Τα Διατηρητέα της Λάρισας είναι:
1. Ο Μύλος του Παππά
2.Η Αβερώφειος Γεωργική Σχολή
3.Το νεοκλασικό κτίριο Οικονόμου-Φαληρέα, στην οδό Μανωλάκη
4. Η Πυριτιδαποθήκη, το σημερινό Μουσείο Εθνικής Αντίστασης
5. Τα παλιά Σφαγεία στην οδό Αεροδρομίου, εκεί που λειτουργεί
σήμερα ΚΕΠ και τοΔημοτικό Ραδιόφωνο
6. Το Γενί Τζαμί
7. Το κινηματοθέατρο «ΠΑΛΛΑΣ»
8. Το οθωμανικό κτίσμα ή οικία Γερολυμάτου στην οδό Σεφέρη.
9. Ο «Νικόδημος»
10.Ο πύργος Χαροκόπου στη Γιάννουλη.
11. Ισόγεια εμπορευματική αποθήκη Σιδηροδρομικού Σταθμού Λάρισας
12. Το «Μουσών» στην οδό Παλαιστίνης, μελλοντικό Μουσείο Πόλης.
13. Το κονάκι Αβέρωφ στη Νέα Πολιτεία.
14. Οικία Ριζόπουλου στην οδό 25ης Μαρτίου
15. 31ης Αυγούστου και 25ης Μαρτίου
16. 31ης Αυγούστου και Λορέντζου Μαβίλη, το 1ο από τα «Δίδυμα»
17. 31ης Αυγούστου και Λορέντζου Μαβίλη, το 2ο από τα «Δίδυμα»
Ενώ στην πορεία του χρόνου υπήρξαν αποχαρακτηρισμοί και κατεδαφίσεις, παρά τις τότε προσπάθειες του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, αλλά και κάποιων ευαισθητοποιημένων πολιτών, κτιρίων όπως της οικίας Καραστέργιου, του κτιρίου του ΟΥΗΛ, του καφενείου των Βλάχων, του καφενείου Νέος Κόσμος, της οικίας Τριπουλά-Λάμπρου, της παλιάς Δημοτικής Αγοράς και άλλων…












Δυστυχώς η Λάρισα δεν έχει δωρητές με ευαισθησίες, που θα βοηθούσαν έμπρακτα στην διατήρηση και την αποκατάσταση παλιών εμβληματικών ή ιστορικών κτιρίων, όπως άλλες πόλεις. Θα αναφερθώ σε παραδείγματα τριών πόλεων μικρότερων από τη Λάρισα. Στο Ηράκλειο Κρήτης, στη Δράμα και στα γειτονικά Φάρσαλα.
Στο Ηράκλειο η αρχαιολόγος κα Μαρία Λυριτζάκη αγόρασε, δώρισε και ανέλαβε και το κόστος αποκατάστασης του ιστορικού κτιρίου, το οποίο θα παραδοθεί στα χέρια του Δήμου Ηρακλείου με το κλειδί στο χέρι για να στεγαστεί το Ωδείο της πόλης. Μια αγορά που ξεπέρασε τις 520.000 ευρώ [5]. Το κτίριο κρίθηκε διατηρητέο το 1964 και μέσα σε αυτό, στο ισόγειο του, υπάρχει τμήμα του ναού του Αγίου Παύλου του Τάγματος των Σερβιτών, που χρονολογείται από το 1501. Στη συνέχεια ο ναός “μεταφέρθηκε” στο τάγμα των Δομινικανών, πριν γίνει κατοικία από τους Τούρκους κατακτητές.

Η Οικογένεια Λεμονάκη, με ενασχόληση τις Τουριστικές Επιχειρήσεις, δημιουργεί έναν αρχοντικό ξενώνα, ο οποίος πρόκειται να λειτουργήσει προς το τέλος του 2024, το γνωστό στους Ηρακλειώτες ως κονάκι του μπέη Σεκεριά [6]. Το Κονάκι Μπέη Σεκεριά είναι ένα εξαιρετικό δείγμα Βαλκανικής αρχιτεκτονικής με σαφείς νεοκλασικές επιρροές που χρονολογείται πριν το 1893.

Ενώ το παράρτημα του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος στεγάζεται σε ένα αρχοντικό του 1920 περίπου.

Έχοντας περπατήσει αρκετά στο Ηράκλειο, σε μια πόλη με πάνω από 80 διατηρητέα όπως προανέφερα, διαφορετικών χρονικών περιόδων και επιρροών, που ξεκινούν από την περίοδο της Ενετικής παρουσίας, την Οθωμανική κατοχή του νησιού και ασφαλώς από την περίοδο της προσάρτησής της στο Ελληνικό κράτος στις αρχές του 1910, εντυπωσιάζομαι κάθε φορά από τον αστικό της πλούτο.
Στη Δράμα, χάρη στο μεράκι και στην αγάπη τους για τον πολιτισμό και την πόλη τους, δύο επιχειρηματίες αγόρασαν και αποκατέστησαν δύο σημαντικά κτίρια της πόλης. Το κτιριακό συγκρότημα της οικίας, γνωστή σήμερα ως Μαρμάρινο Σπίτι, της καπναποθήκης Αναστασιάδη, κτισμένα το 1875, από την Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία Κύκλωψ, του Δραμινού εφοπλιστή Άρη Θεοδωρίδη. Εκεί θα λειτουργήσει ένα από τα καλύτερα οργανωμένα και πιο σύγχρονα μουσεία φωτογραφίας και φωτογραφικών μηχανών στην Ελλάδα, ίσως και σε ολόκληρη την νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου θα εκτεθεί η προσωπική συλλογή του κ. Θεοδωρίδη με πάνω από 1.500 φωτογραφικές μηχανές από τον 19ο αιώνα έως και πρόσφατα [7].

Δεύτερη περίπτωση το παράδειγμα του Κώστα Αποστολίδη, ιδιοκτήτη της εταιρείας Raycap, που έφυγε από τη ζωή πριν από μερικούς μήνες, τον Φεβρουάριο του 2024. Ο Δραμινός επιχειρηματίας και ευεργέτης της Δράμας το 2012 αποκατέστησε το Σαντιρβάν τζαμί, ένα από τα υπέροχα σπαράγματα της οθωμανικής περιόδου στη Δράμα. Απαλλοτρίωσε δυο πολυκατοικίες, που είχαν κτιστεί μέσα στον περιβάλλοντα χώρο του τεμένους, τις κατεδάφισε και σταδιακά το μεταμόρφωσε σε χώρο πολιτισμού σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη [8].

Στο Πολυνέρι Φαρσάλων ο σημαντικός ακαδημαϊκός, καθηγητής και διπλωμάτης Δρ. Παναγιώτης Κυζερίδης αγόρασε από τους τελευταίους ιδιοκτήτες του το παλιό «Κονάκι Χαροκόπου» σε ερειπιώδη κατάσταση και το αποκατέστησε πλήρως. Το «Κονάκι» ήταν ένα από τα έξι μεγάλα τσιφλίκια που αγόρασε ο Παναγής Χαροκόπος όταν έφθασε στην απελευθερωμένη από τους Οθωμανούς Θεσσαλία, μετά την απελευθέρωσή της το 1881. Χτίστηκε το 1585 από Βενετσιάνους και στη συνέχεια το πήραν οι Τούρκοι μπέηδες και πασάδες, μέχρι την Απελευθέρωση της Ελλάδας. Αποτελεί αξιόλογο και αντιπροσωπευτικό δείγμα τσιφλικόσπιτου, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στις αρχές του αιώνα που πέρασε στη Θεσσαλία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με τον αγώνα των κολίγων της Θεσσαλίας για δικαιότερη κατανομή της γης. Σημείο αναφοράς για τους κατοίκους της περιοχής και όχι μόνον [9].

Τέτοια φωτεινά παραδείγματα, δυστυχώς, λείπουν από την πόλη μας. Ανθρώπων με ευαισθησία, διάθεση προσφοράς και ανταπόδοσης στον γενέθλιο τόπο τους. Μακάρι να βρισκόταν ένας Λαρισαίος ευπατρίδης να αγόραζε και να αποκαθιστούσε π.χ. τον «Πύργο Χαροκόπου» στη Γιαννούλη, τον δικό μας «Πύργο». Πόσο σημαντική εξέλιξη θα ήταν για την ιστορική μνήμη.
Τόπος και μνήμη λοιπόν, δύο έννοιες άμεσα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Συνδεδεμένες με τις γειτονιές που μεγαλώσαμε, τα σχολεία που περάσαμε τα μαθητικά μας χρόνια, τα πάρκα και τις πλατείες της πόλης που κάναμε βόλτες, διάφορα γεγονότα, παιδικούς έρωτες, σκασιαρχεία, εκδρομές, απώλειες. Όλα συνδεδεμένα με κάποιο σημείο.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην περιοχή του Αγίου Νικολάου. Ένα από τα σημερινά πολυσύχναστα σημεία της πόλης είναι η οδός Παπαναστασίου με Ηρώων Πολυτεχνείου. Εκεί είναι το πατρικό μου, ένα διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας κτισμένης το 1969, που περιτριγυριζόταν κυρίως από παλιές προπολεμικές κατοικίες, όσες άντεξαν το σεισμό του ’41 και τους βομβαρδισμούς εκείνης της περιόδου, αλλά και αρκετές της δεκαετίας του 50/60. Οι μνήμες μου είναι γεμάτες από σπίτια με αυλές, γεμάτες λουλούδια, κληματαριές, που πρόσφεραν τη σκιά τους στους ενοίκους της και ελάχιστα αυτοκίνητα. Στενά όπως η Παπάγου, η Μουρούζη, η Σούτσου ή ο χωματόδρομος της Ροΐδου ήταν γεμάτες από παιδιά, που έπαιζαν ακόμη και ποδόσφαιρο στην οδό Παπαναστασίου, τότε Βασιλίσσης Σοφίας, χωρίς το φόβο να τα χτυπήσει κάποιο αυτοκίνητο, γιατί τα αυτοκίνητα τη δεκαετία του ’70 ήταν ελάχιστα και η κυκλοφοριακή κίνηση μηδαμινή. Εκεί ήταν τα όρια της πόλης. Τότε άρχισε να ξεφυτρώνει η συνοικία της Νεράιδας, ενώ τα κτήματα του Αβέρωφ, που έφταναν έως τα όρια της συνοικίας του Αγίου Νικολάου, δεν είχαν ακόμη οικοδομηθεί. Σήμερα, αν κάποιος νέος επισκέπτης της πόλης μας διασχίσει την οδό Παπαναστασίου, το μοναδικό απομεινάρι του παρελθόντος που θα αντικρίσει είναι το Α΄ Αρχαίο Θέατρο, μια και πέρυσι, την 1ηΜαρτίου του 2023, φροντίσαμε το τελευταίο προπολεμικό κτίσμα ολόκληρης της οδού Παπαναστασίου και της συνοικίας του Αγίου Νικολάου, η οικία Καπετάνου να κατεδαφιστεί.
«Στη Λάρισα συμβαίνει το εξής παράδοξο. Είναι μια πόλη που ενώ αλλάζει ταυτότητα και ανεβαίνει κατηγορία, αφήνει τη νεότερη κληρονομιά της να χάνεται.
Απογοήτευση προκαλεί η μη κήρυξη ως διατηρητέου μνημείου της διώροφης γωνιακής οικίας Καπετάνου, στο κέντρο της Λάρισας, στην οδό Παπαναστασίου και Γρηγορίου Ε΄, απέναντι από τον ναό του Αγίου Νικολάου. Είναι ένα γοητευτικό σπίτι, από τα ελάχιστα που έχουν απομείνει στη Λάρισα, το οποίο με απόφαση του ΥΠΠΟΑ δεν χαρακτηρίζεται, με αιτιολογία διατυπωμένη με την ξύλινη γλώσσα της γραφειοκρατίας και εμφανή απουσία γνώσης για την πόλη της Λάρισας.
Η οικία ανήκει σε ιδιώτες, οι οποίοι σαφώς έχουν έννομο δικαίωμα να αξιοποιήσουν την περιουσία τους. Το θέμα είναι τι κάνει το υπουργείο Πολιτισμού και ο Δήμος Λαρισαίων για την προστασία των ελάχιστων πλέον κτιρίων αρχιτεκτονικής αξίας ή αστικής ατμόσφαιρας στη Λάρισα.
Αρκεί να αναφέρει κανείς τον ιστορικής σημασίας Πύργο Χαροκόπου, τα ιδιαίτερου κάλλους δίδυμα σπίτια της οδού 31ης Αυγούστου και λίγα ακόμη σκόρπια σπίτια, τα οποία θα έπρεπε να τεθούν υπό προστασία με αποζημίωση των ιδιοκτητών στις περιπτώσεις ιδιωτικών περιουσιών…» ανέφερε ο αγαπητός φίλος, δημοσιογράφος Νίκος Βατόπουλος στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ [10].

Δυστυχώς συμπεριφερθήκαμε στην πόλη μας σαν νεόπλουτοι. Ακόμη και στις εκκλησίες μας, αντί να διατηρήσουμε όσες άντεξαν από την περίοδο του ’40 και να βρούμε νέους χώρους για να κτίσουμε καινούργιες, κατεδαφίσαμε τις ελάχιστες παλιές και στη θέση τους κτίσαμε νέες, μεγαλύτερες, υπέρλαμπρες. Σήμερα, ο παλαιότερος ναός της Λάρισας είναι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, κτισμένος το 1948.
Τα σπίτια, οι συνοικίες, οι πόλεις μας είναι κομμάτι του εαυτού μας. Είναι το αποτύπωμα των γενιών που πέρασαν από αυτήν την πόλη, είναι το αφήγημα που πρέπει να διατηρήσουμε, να το προστατεύσουμε και να το παραδώσουμε στα παιδιά μας. “Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σα να σβήνεις ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον” ανέφερε ο Σεφέρης.
Στη Λάρισα, που έχασε μεταπολεμικά μεγάλο μέρος της αστικής της μνήμης, η προσπάθεια ανάδειξης της ιστορίας και του αστικού της πλούτου χρειάζεται άμεσες αποφάσεις. Να αποκαταστήσει κτίρια, όπως το Κονάκι Χαροκόπου και την οικία Γερολυμάτου και να προχωρήσει σε χαρακτηρισμό ως διατηρητέων των λιγοστών που έχουν απομείνει, σύμφωνα με την πρόταση του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων.
Με αφορμή την αποκατάσταση του Α΄ Αρχαίου Θεάτρου, δίνεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αποκτήσουμε ένα ευρύτερο ιστορικό κέντρο με το Μπεζεστένι, τα λοιπά οθωμανικά και βυζαντινά μνημεία και το παλιό εμπορικό κέντρο, διατηρώντας και αποκαθιστώντας όλη την ιστορική στρωματογραφία.
Το 1974 ο αρχιτέκτονας-πολεοδόμος Αριστομένης Προβελέγγιος, συγκέντρωσε σε ένα τόμο με τίτλο «Το Πνεύμα της Πόλης – Δοκίμια πολεοδομικής σκέψης – Φθινόπωρο 1956 – Άνοιξη 1967», άρθρα και ομιλίες του που είχαν δημοσιευτεί στον ημερήσιο ή περιοδικό τύπο, «τεκμήριο για την παλιά γενιά, για την τωρινή και γι αυτήν που έρχεται», όπως ο ίδιος γράφει στον πρόλογο. Για τον Αριστ. Προβελέγγιο «η ιστορία των πόλεων είναι η ιστορία της ανθρωπότητας. Στη μορφή των πόλεων, στις παλιότερες ή τις καινούριες πόλεις, διαβάζει κανείς τα κίνητρα, τις σκέψεις και τις λύσεις. Στοργή, σεβασμό, τάξη, θάρρος, έμπνευση, πίστη, άλλοτε πάλι μικροπρέπεια, εγωισμό, άγνοια, και ασέβεια. Υπάρχουν πόλεις που η οργάνωσή τους, η μορφή τους, ο ρυθμός τους, δημιουργούν την πεποίθηση του μεγαλείου, της υπερηφάνειας, της χαράς, της αφοσίωσης στην κοινωνική ομάδα και στη φύση. Άλλες στη θέα τους, προκαλούν φόβο, ταραχή, ανησυχία, απελπισία.» [11]
Περπατώντας στην πόλη οι εικόνες που αντικρίζω τακτικά, τα τελευταία τρία, τέσσερα χρόνια είναι ταμπέλες εργολάβων, απομεινάρια κατεδαφίσεων και νέα, υπερμεγέθη κτίρια, στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, γκρίζα, αρχιτεκτονικά αδιάφορα. Η ομορφιά, αυτή που είχε πριν από μερικές δεκαετίες η πόλη δυστυχώς χάθηκε, μένοντας οι φωτογραφικές αποτυπώσεις του παρελθόντος να θυμίζουν σε μερικούς «ρομαντικούς», όπως εγώ, μια άλλη Λάρισα. Τη δική μου Λάρισα… [12]
«Άλλες (πόλεις) στη θέα τους, προκαλούν φόβο, ταραχή, ανησυχία, απελπισία», ανέφερε ο Αριστ. Προβελέγγιος. Ζητείται ταυτότητα…
Το οδοιπορικό μας στην παλιά Λάρισα συνεχίζεται…
Θωμάς Ζ. Κυριάκος
thomask.larissa@gmail.com
Μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας
—————————————————————————————————————–
[1] «Η πόλις, Μυθιστορηματική ανθρωπογεωγραφία της Λάρισας», Μάκης Λαχανάς, χρονολογία έκδοσης 2009, εκδόσεις ΑΡΜΟΣ.
[2] «ΑΣΤΙΚΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ – Ελευθέριος Κολονέλος ο πρωτοποριακός αρχιτέκτονας της Λάρισας», του Θωμά Κυριάκου, δημοσιεύθηκε στη Larissa Press, στις 8 Μαΐου 2021.
[3] «Τα ανέγγιχτα «διαμάντια» της πάλαι ποτέ Λάρισας: Πώς η πόλη γύρισε απότομα την «πλάτη» της στο παρελθόν – Ποια κτίρια εκπέμπουν «SOS» σύμφωνα με τον πρόεδρο αρχιτεκτόνων», του Νικόλα Σελητσιανιώτη, δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα onlarissa.gr, στις 3 Ιανουαρίου 2024.
[4] «Νοσταλγώντας την παλιά Λάρισα – Το σπίτι της οδού Αργυροκάστρου», του Θωμά Κυριάκου, δημοσιεύθηκε στη Larissa Press, στις 13 Σεπτεμβρίου 2020.
[5] «Η Μαρία Λυριτζάκη αγόρασε, αποκατέστησε και δώρισε διατηρητέο στον Δήμο Ηρακλείου για να στεγαστεί το Ωδείο», δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα neakriti.gr, στις 18 Δεκεμβρίου 2023
[6] «Η εμβληματική κατοικία του Μπέη Σεκεριά που μετατρέπεται σε ξενοδοχείο στο Ηράκλειο», δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα neakriti.gr, στις 18 Ιουλίου 2023
[7] «Το Μαρμάρινο Σπίτι της Δράμας του 19ου αιώνα αποκαλύπτει τα μυστικά του», της Κατερίνας Λυμπεροπούλου, δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα huffingtonpost.gr, στις 30/9/2023
[8] «Το Σαντιρβάν τζαμί ξαναβρίσκει τη χαμένη αίγλη του – Αποκαταστάθηκε το περίτεχνο τέμενος στη Δράμα», στην ιστοσελίδα lifo.gr, στις 24 Ιανουαρίου 2020.
[9] «ΕΝΑ ΚΤΙΡΙΟ ΜΕ ΜΑΚΡΑΙΩΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟ “ΚΟΝΑΚΙ” ΣΤΟ ΠΟΛΥΝΕΡΙ ΦΑΡΣΑΛΩΝ – Το αρχοντικό των 430 ετών», του Αχιλλέα Μπακαλέξη, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», στις 4 Σεπτεμβρίου 2015.
[10] «Η πόλη της Λάρισας χάνει τη νεότερη αρχιτεκτονική κληρονομιά της», του Νίκου Βατόπουλου, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», στις 15 Φεβρουαρίου 2023.
[11] Αριστομένης Προβελέγγιος, αρχιτέκτονας και πολεοδόμος (1914-1999) / Το πνεύμα της πόλης: Δοκίμια πολεοδομικής σκέψης 1956-1967, Αθήνα, 1974.
[12] «Η δική μου Λάρισα…», του Θωμά Κυριάκου, δημοσιεύθηκε στη Larissa Press, στις 16 Δεκεμβρίου 2019.