Το Ξενία Πλαταμώνα, με σχέδια που χρονολογούνται από το 1959 από τον αρχιτέκτονα Φίλιππο Βώκο, χτίστηκε το 1962. Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως ο ίδιος σημειώνει, αν και το Ξενία Σπετσών ήταν το αγαπημένο του, ο Τουριστικός Οδικός Σταθμός Ξενία στον Πλαταμώνα, ήταν “το καλύτερό του”.
Το κτίριο τοποθετείται ανάμεσα στον Όλυμπο και τη θάλασσα του Θερμαϊκού. Πρόκειται για έναν οδικό σταθμό στην εθνική οδό σε άμεση σχέση με το κάστρο του Πλαταμώνα. Είναι χτισμένο σε επικλινές οικόπεδο σε έκταση 7.043 τ.μ. Ο προσανατολισμός του και η διάταξη των χώρων γίνεται με βάση τη θέα προς τη θάλασσα και τη σχέση του με τον οδικό άξονα.
Το Ξενία του Πλαταμώνα παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από τα υπόλοιπα Ξενία της Μακεδονίας, κυρίως λόγω της λειτουργίας του. Όντας τουριστικό περίπτερο με χρήση οδικού σταθμού, απευθύνεται κυρίως σε ταξιδιώτες για στάση ή για προσωρινή διαμονή, για το λόγο αυτό και η δυναμικότητά του περιορίζεται σε τέσσερα δωμάτια. Ακόμη και η ίδια διάταξη των δωματίων διαφέρει σε σχέση με την τυπική γραμμική διάταξης στις πτέρυγες διαμονής των υπολοίπων, αφού διαμορφώνονται κλιμακωτά προς την πλευρά της θέας. Έτσι, δημιουργούνται δυο διαφορετικές όψεις του κτιρίου, μια λιθόκτιστη συμπαγής από την πλευρά του δρόμου και μια πιο διάτρητη με κλιμακωτές εξοχές προς τη θάλασσα.
Η είσοδος στο κτίριο πραγματοποιείται από τα νοτιοδυτικά στη μέση της μακριάς πλευράς μέσω μιας κλίμακας από μπετόν. Ανεβαίνοντας δώδεκα αναβαθμούς βρίσκεται η βεράντα εισόδου με πρόβολο και ο ανεμοφράκτης της εισόδου. Ο χώρος υποδοχής όπου βρίσκεται και η ρεσεψιόν είναι ένας μικρός τετράγωνος χώρος που διανέμει τις κινήσεις. Κάθετα στον χώρο υποδοχής τοποθετείται το εστιατόριο, περιμετρικά του οποίου τοποθετούνται μεγάλα παράθυρα με χαμηλή ποδιά και ύψος μέχρι το δοκάρι, ενώ μεγάλες μπαλκονόπορτες οδηγούν σε δύο “ταράτσες” προς τη θέα με διαφορετικούς προσανατολισμούς, δίνοντας στον επισκέπτη διαφορετικές ποιότητες και οπτικές φυγές στο σύνολο της μέρας.
Στην πίσω μικρή πλευρά του εστιατορίου υπάρχει ο χώρος του μπουφέ και η είσοδος – έξοδος προς το μαγειρείο το οποίο απλώνεται σ’ όλη την βόρεια πλευρά του κτιριακού όγκου με βοηθητικούς χώρους, αποθήκες, δωμάτιο υπηρεσίας και κλιμακοστάσιο προς το υπόγειο. Υπάρχει βεράντα υπηρεσίας με ξύλινα περσιδωτά διαφράγματα και κλίμακα που επικοινωνεί με τον περιβάλλοντα χώρο. Σ’ αυτό το επίπεδο τοποθετούνται οι χώροι υγιεινής που εξυπηρετούν το εστιατόριο. Απέναντι από την ρεσεψιόν κυριαρχεί το κλιμακοστάσιο προς τον όροφο των υπνοδωματίων.
Στο επίπεδο των δωματίων η κάτοψη αποκτά περιπλοκότητα με τις επιφάνειες να διατάσσονται κλιμακωτά διαμορφώνοντας εσοχές και εξοχές. Η δυναμικότητα περιορίζεται σε τέσσερα μόνο δωμάτια με δύο κλίνες, νιπτήρες στο εσωτερικό τους και εξώστες προς τη θέα. Οι εγκαταστάσεις υγιεινής ήταν κοινόχρηστες και διακρίνονται σε ανδρών και γυναικών. Αυτό είναι ένα ακόμα γνώρισμα που το καθιστά ξεχωριστό σε σχέση με τα υπόλοιπα Ξενία.
Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει αρίθμηση στα δωμάτια αλλά τέσσερα γυναικεία ονόματα Άρτεμις, Αφροδίτη, Δάφνη και Ήρα. Πέρα από τους χώρους διαμονής των επισκεπτών, σ’ αυτό το επίπεδο βρίσκεται το λεβητοστάσιο και οι βοηθητικοί χώροι του προσωπικού οι οποίοι απομονώνονται στο πίσω μέρος του κτιρίου.
Τέλος, αναπτύσσεται το πιο χαμηλό επίπεδο με δυο δωμάτια προσωπικού, χώρους υγιεινής και αποθήκη, όλα με πρόσβαση από τον περιβάλλοντα χώρο. Σ’ αυτή τη στάθμη επίσης, βρίσκονται και τα θεμέλια του υπόλοιπου κτιρίου. Το καλοκαίρι του 2008 έπειτα από ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων, χαρακτηρίστηκε ως μνημείο, αντιπροσωπευτικό δείγμα του ελληνικού μεταπολεμικού μοντερνισμού.
Στο βίντεο, ο αρχιτέκτονας Δημήτριος Καραγκούνης, Επίτιμος Προϊστάμενος του Τμήματος Αρχαιολογικών Έργων και Μελετών της ΕΦΑΛΑΡ σχολιάζει την σημερινή κατάσταση του κτιριακού συγκροτήματος…