Βλέποντας την ταινία συγκινήθηκα. Ένιωθα πως μιλά για τα συλλογικά μας ψυχικά τραύματα. Δεν αναφερόταν ευθέως σε αυτά. Απλά υπήρχαν στις δύσκολες συνθήκες, στα πληγωμένα συναισθήματα, στις δύσκολες σχέσεις, στους στίχους και στη μουσική των τραγουδιών.
Στην ψυχοθεραπεία πολλές φορές δουλεύουμε με τα ανεπεξέργαστα τραύματα των ανθρώπων. Τραύματα που έχουν βαθιές ιστορικές ρίζες και διαχέονται στο πολιτισμικό μας DNA. Τραύματα που παραμένουν ενεργά κι απωθημένα. Τραύματα που έχουν εκπαιδεύσει τους ανθρώπους στον πόνο και στην ελπίδα.
Πρώτο συλλογικό ψυχικό τραύμα, η γενοκτονία των Ποντίων. Αναρωτιέμαι πολλές φορές, και στο πλαίσιο της ψυχοθεραπευτικής μου εργασίας, πώς βίωσε τον ξεριζωμό εκείνη η γενιά των Ποντίων και πως μεταφέρεται το τραύμα της γενοκτονίας στις επόμενες γενιές.
Πως είναι να χάνεις την πατρίδα σου και να γίνεσαι πρόσφυγας; Πως είναι να ανήκεις σε μια κατηγορία προσφύγων που όχι μόνο ξεριζώθηκε, αλλά είδε την πατρίδα του να χάνεται.
Ο Πόντος υπάρχει στις μνήμες και στην καρδιά των απανταχού Ποντίων ωστόσο η έννοια της πατρίδας αποκτά πλέον ένα φαντασιακό υπόστρωμα. Υπάρχουν πρόσφυγες που αναγκάστηκαν να φύγουν από την πατρίδα τους, όπως οι ηττημένοι του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, αλλά η πατρίδα που άφησαν πίσω παρέμεινε ζωντανή. Κι αυτό αποτελούσε πάντα ένα εσωτερικό κίνητρο απαντοχής. Κι έφτιαχνε ένα σκοπό, την επιστροφή στην πατρίδα. Ο θάνατος όμως της πατρίδας αποστερεί από τους ανθρώπους την ελπίδα της επιστροφής. Γι’ αυτό οι Πόντιοι έφτιαξαν γερά μέσα τους ένα συμβολικό χώρο. Εκεί εσώκλεισαν σα φυλακτό την έννοια της πατρίδας και έχτισαν γύρω από αυτή την προσωπική και συλλογική τους ταυτότητα.
Αυτές οι παλιές ιστορίες εξακολουθούν να ζουν μέσα από τον ψυχικό τραυματισμό και να φορτίζουν συναισθηματικά τους ανθρώπους πολλές γενιές μετέπειτα. Και αυτό συμβαίνει, κυρίως, επειδή η αναβίωση του τραύματος προσδοκά την αποκατάστασή του, τη δικαίωση του (την ιστορική, την πολιτισμική, την κοινωνική και την συναισθηματική δικαίωση).
Το τραύμα γίνεται ο συνεκτικός ιστός μιας ταυτότητας που συνέχει το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον. Ενισχύει την ταυτότητα και της δίνει ένα νοηματικό περίγραμμα. Η λέξη «Πόντιος» αποκτά μια υπερβατική υπόσταση που ορίζει ένα νέο πλαίσιο νοηματοδότησης της ύπαρξης.
Ο νόστος του Πόντου αναβλύζει μυρουδιές, εικόνες, μουσικές, μνήμες. Δημιουργείτε ένα πριν κι ένα μετά από τον χρονικό ορίζοντα της γενοκτονίας. Το «πριν» αποκτά ένα νοσταλγικό χαρακτήρα και το «μετά» ένα τραυματικό, μια μη επιτελεσθείσα μετάβαση κι ένα ανολοκλήρωτο πένθος.
Κι όσο κι αν ξεθωριάζουν οι μνήμες ο πόνος παραμένει εκεί αναλλοίωτος, βουβός, μεταμφιεσμένος. Σαν ο πόνος να δίνει νόημα στο ανήκειν. «Είμαστε οι απόγονοι όσων δε σφαγιάστηκαν, είμαστε οι απόγονοι μιας ένδοξης φυλής που ζούσε αρμονικά» είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη νέα ταυτότητα. Και το φαινόμενο αυτό θα ταλαντεύεται άλλοτε φθείροντας κι άλλοτε ανθίζοντας τις ψυχές των ανθρώπων.
Πέρα όμως από τη γενοκτονία ως ιστορικό γεγονός, οι Έλληνες του Πόντου υπέστησαν ένα νέο συλλογικό ψυχικό τραυματισμό που έχει να κάνει με τη δύσκολη εγκατάστασή τους στη μητέρα πατρίδα. Σε αυτό τον άξενο τόπο, όπως υπήρξε η Ελλάδα του Μεσοπολέμου για τους πρόσφυγες Πόντιους, η Μνήμη της χαμένης πατρίδας διατηρήθηκε αναλλοίωτη και μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά ως κειμήλιο. Η μνήμη αποτέλεσε το βασικό εργαλείο να αντέξουν οι πρόσφυγες τη μοίρα του ξεριζωμού και την αφιλόξενη υποδοχή. Παράλληλα ήταν το εργαλείο για να προκόψουν και να αναπτυχθούν.
Οι Πόντιοι για να τα καταφέρουν συσπειρώθηκαν γύρω από τη ράτσα τους. Παράλληλα δημιουργήσανε συμβολικές μήτρες, όπως τους απανταχού συλλόγους Ποντίων, για να αναγεννάτε εκεί η χαμένη πατρίδα και να κρατούν ζωντανό το αίτημα αποκατάστασης της μνήμης. Ασυνείδητα η αποκατάσταση γίνεται το βασικότερο συστατικό στοιχείο της νέας ταυτότητας. Οι Πόντιοι αισθάνονται πως δεν θα ολοκληρωθεί η ταυτότητα τους εάν δεν αποκατασταθεί το πρωταρχικό τραύμα. Ένα αίτημα που συνεχίζει να υπάρχει αναλλοίωτο, ως προσδοκία, ως επιθυμία κι ως ουτοπία.
Αυτή την αποκατάσταση τι βλέπουμε ως τραύμα κι ως σκοπό και στη ζωή του Καζαντζίδη. Επιθυμεί μια γενικότερη αποκατάσταση των αδικιών, όπως κι ο πατέρας του. Δίχως την αποκατάσταση η ζωή δεν έχει νόημα.
Είσαι Πόντιος και Καζαντζίδης, λέει η μάνα στο μικρό Στέλιο. Κάνω μια πυρρίχια σκέψη γύρω από αυτή την υπερήφανη φράση.
Γνωρίζοντας από κοντά κάποιους άντρες Πόντιους κατάλαβα δύο βασικά τους χαρακτηριστικά, την αντρειοσύνη τους, το σθένος τους και την αγάπη για τη μάνα και την πατρίδα. Τα ίδια στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητα ενός πολεμιστή. Ανατρέχω στο δράμα εκείνων των πρώτων αντρών που ένιωσαν αδύναμοι να υπερασπιστούν τη μάνα, τη γυναίκα, το παιδί τους, την πατρίδα τους και υπέστησαν όλα εκείνα τα ανομολόγητα εγκλήματα που συνέβησαν στην περίοδο της γενοκτονίας. Πόσο φρικτό είναι να χάνεις τα πάντα. Μαζί και την αίσθηση πως δεν μπορείς να προστατέψεις ό,τι πολυτιμότερο έχεις, ότι τα γεγονότα υπερβαίνουν τις δυνάμεις σου και γίνεσαι έρμαιο τους.
Η επίδραση αυτού του συλλογικού τραύματος στον πληθυσμό που θυματοποιήθηκε και στους απογόνους του μπορεί να συνεχιστεί για δεκαετίες ολόκληρες, «μολύνοντας» τους απογόνους με την εμπειρία της ντροπής, της ταπείνωσης και της ανημπόριας που βίωσαν οι πρόγονοί τους.
Στέλιο τη μάνα σου, λέει ο πατέρας του λίγο πριν ξεψυχήσει από τα βάναυσα χτυπήματα των Χιτών, μια φιλοβασιλική και αντικομμουνιστική οργάνωση που έδρασε στη δεκαετία του 1940.
Στην ταινία, δίχως πολλές αναφορές, ξεδιπλώνεται επιπλέον το τραύμα του εμφυλίου και της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Το ψυχικό τραύμα ενός νέου αγοριού που γίνεται μάρτυρας της βίαιης δολοφονίας του πατέρα του. Το ψυχικό βάρος να γίνει ο άντρας της οικογένειας.
Ο Στέλιος έπρεπε να δουλέψει από πολύ μικρός. Εργάστηκε σκληρά όπως όλοι οι εργάτες που έβρισκαν εργασία στο τόπο μας και δεν αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν.
Για τον Καζαντζίδη το διαβατήριο για μια καλύτερη ζωή ήταν η φωνή του. Ο Χατζηδάκης είπε πως φωνές σαν του Καζαντζίδη βγαίνουν μία κάθε εκατό χρόνια. Σπουδαία φωνή και πληγωμένος χαρακτήρας. Ίσως γ’ αυτό αγαπούσε τις ήρεμες θάλασσες. Του ησυχάζανε το μέσα του.
Τα κατάφερε. Έγινε από Στέλιος ο Καζαντζίδης της Ελλάδας και όλων των Ελλήνων απανταχού στον κόσμο. Έγινε ο άνθρωπος που τραγούδησε τους εθνικούς μας καημούς. Τι ειρωνεία, τα ψυχικά τραύματα που βίωσε στο πετσί του τα έβαλε στα τραγούδια του, αλλά ο ίδιος δεν τα έλυσε. Η φωνή του εκτός του μεγαλείου της έβγαζε πόνο και λυγμό, το δικό του και τους δικούς μας.
Τα κατάφερε ο Καζαντζίδης, μα έχασε το Στέλιο. Αν τον είχε βρει ποτέ.
Δύσκολες και οι σχέσεις του και με τις γυναίκες. Πως να μην είναι! Η δέσμευση στη σχέση ενείχε πάντοτε τον κίνδυνο να αναπαράγει το δεσμό με τη μητέρα του. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Δύσκολες και οι συνεργασίες του. Δεν άντεχε το άδικο, ούτε μπορούσε να το διαχειριστεί. Ντόμπρος κι αλύγιστος προτιμούσε την ερημιά της θάλασσας.
Η Καίτη Γκρέη στην ταινία τον αποκαλεί «Πόντιο μαμάκια» και συμπυκνώνει σε αυτές τις δύο λέξεις όλο το εύρος των ψυχικών του τραυμάτων. Αλλά και των δυνατοτήτων του. Ευχή και κατάρα η γενεαλογία. Σου δίνει πολλά. Ζητάει πολλά.
Αναρωτιόμουν εάν είχα τον Καζαντζίδη στη θεραπεία πως θα ήταν; Σίγουρα πάντως θα έλεγα με σιγουριά πως θα του έκανε καλό. Τουλάχιστον όσο και η θάλασσα. Λιγάκι πιο συνειδητοποιημένα.
Αξίζει τέλος να κάνω μια ιδιαίτερη αναφορά στο Χρήστο Μάστορα. Πήρε όλη την ταινία πάνω του. Το ύφος και η δεξιοτεχνία που αναπαριστούσε τον τραγουδιστή Καζαντζίδη ήταν συγκλονιστική. Ίσως πέρα από τη σπουδαία φωνή και τον ταπεινό του χαρακτήρα έβγαλε και τον καημό της δικής του ιστορίας. Η οικογένειά του κατάγεται από το Βοδίνο της Δερόπολης Αλβανίας. Ένα χωριό Ελλήνων με βαθιά και πλούσια ιστορία. Κατάγεται από ένα μέρος που κουβαλά ένα άλλο συλλογικό ψυχικό τραύμα, για το οποίο τόσο η ιστορία όσο και η κοινωνία σπάνια αναφέρεται. Την αλλαγή των συνόρων κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, όταν με τη συνθήκη του Λονδίνου και του Βουκουρεστίου η Ελλάδα υποχρεώθηκε το 1914 να αποχωρήσει από τη Βόρεια Ήπειρο με αντάλλαγμα τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου. Αλλά γι’ αυτό θα γράψω κάποια άλλη στιγμή.