Ρεπορτάζ – Φωτογραφία: Δημήτρης Καστανάρας // LarissaPress
Η ιστορία της λατέρνας χάνεται στο χρόνο. Λέγεται ότι η πρώτη λατέρνα κατασκευάστηκε το 1808 από έναν κατασκευαστή πιάνων στο Bristol της Αγγλίας, ο οποίος έβγαλε τα πλήκτρα και τα αντικατέστησε με έναν κύλινδρο με καρφιά.
Είχε μια μεγάλη εξάπλωση, ειδικά στις Ελληνικές παροικίες της Ευρώπης και της Ανατολής. Κυρίως στη Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Βουκουρέστι κλπ, με τεχνίτες Έλληνες και αρκετούς Αρμένιους, που έγραψαν Ελληνική και Ευρωπαϊκή μουσική.
Η πρώτη ελληνική λατέρνα δημιουργήθηκε γύρω στα 1880 στην Κωνσταντινούπολη, με την συνεργασία του Έλληνα Ιωσήφ Αρμάου και του Ιταλού Jugepe Turconi.
Είχαν δημιουργήσει ένα συνεταιρισμό όπου είχαν διαχωρίσει τη δουλειά σε δύο κομμάτια.
Ο Turconi ασχολιόταν με το κατασκευαστικό κομμάτι ενώ ο Αρμάος με την καταγραφή, δηλαδή το «σταμάτημα» των τραγουδιών. Είχε το σχήμα μεγάλου κιβωτίου που μπορούσε να κουβαληθεί στις πλάτες του και συνήθως ήταν αρκετά μεγάλος ώστε να χωράει εννέα τραγούδια.
Στην Κωνσταντινούπολη ήταν «αρχόντισσα και κυρά» σύμφωνα με τη Ζάννα Αρμάου. Βασίλευε στα πολυτελή εστιατόρια του Βοσπόρου, τότε που ο ελληνισμός της Πόλης ζούσε τη «χρυσή του εποχή». Όλα τα μεγάλα κέντρα και τα πλουσιόσπιτα της Πόλης και της Μικράς Ασίας, είχαν τις δικές τους λατέρνες. Δεν γινόταν γάμος ή χορός ή άλλη γιορτή χωρίς λατέρνα που να παίζει μέχρι το πρωί.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν γύρω στις 5.000 λατέρνες στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα και Πειραιά, ένας αριθμός εντυπωσιακός
Η λατέρνα μεσουράνησε σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραμμόφωνο, ραδιόφωνο, στερεοφωνικό, τηλεόραση. Αλλά το ραδιόφωνο και το γραμμόφωνο, όταν πρωτοεμφανίστηκαν, έδιναν το τέλος της λατέρνας, παίρνοντας τη θέση της. Σήμερα υπάρχουν περίπου 200 λατέρνες στην Ελλάδα, αλλά σχεδόν όλες είναι εκτός λειτουργίας και χρειάζονται πλήρη ανακατασκευή.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά η χρήση της λατέρνας καταδιώχθηκε ως μία από τις δραστηριότητες του υποκόσμου, όπου έπρεπε να εξαλειφθεί.
Ο τελευταίος κατασκευαστής ήταν από τις Σέρρες όπου έκλεισε το εργαστήριο περίπου στα 1938. Αυτό το μαρτυρούν και οι υπάρχουσες λατέρνες που υπολογίζονται σε νεότερες να είναι εκείνης της εποχής.
Μέσα στα χρόνια της ακμής πολλοί ακολούθησαν το πρότυπο του Αρμάου-Turconi και διαχώρισαν την κατασκευή της λατέρνας. Έτσι, σπουδαιότερος «σταμπαδόρος» εξελίχθηκε ο γιος του Αρμάου, Νίκος Αρμάος. Αυτός διέδωσε αργότερα την τέχνη του στο γιο του και αυτός βρήκε μεταλαμπαδευτή τον Αντώνη Νασιόπουλο όπου σε συνεργασία με τον Βασίλη Ιακωβίδη, κορυφαίο τεχνίτη και κουρδιστή πιάνων, κατασκεύασαν ξανά το 1994 τη λατέρνα. Παράλληλα στις Σέρρες, ο Αναστάσιος Τζίωνης συνεχίζει και αυτός να κατασκευάζει με παραδοσιακό τρόπο λατέρνες. Αργότερα (το 2001) ο Ιακωβίδης θα πεθάνει, και ο Τζίωνης θα αποσυρθεί (σε ηλικία 97 ετών) .
Η λατέρνα χωρίζεται σε δύο μέρη: α) το πάνω μέρος που περιλαμβάνει τις χορδές απ’ το πάνω μπαλκόνι μέχρι το κάτω και το ηχείο, β) το κάτω μέρος, το κιβώτιο που περιλαμβάνει τον κύλινδρο και τους μηχανισμούς του. Τα πλήκτρα ανήκουν στο κάτω μέρος, ουσιαστικά όμως αποτελούν αυτοτελές κομμάτι.
Επίσης υπάρχει 1 κουδούνι που δίνει διαφορετικό τόνο στον ήχο. Το κομμάτι που είναι και αυτό ανεξάρτητο όπως τα πλήκτρα και ουσιαστικά παίζει τα συγκεκριμένα τραγούδια είναι ο κύλινδρος .
Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατασκευή της λατέρνας διαρκεί περίπου 3 μήνες.
Κύριο χαρακτηριστικό της λατέρνας ήταν και είναι το στόλισμά της. Παλαιότερα αποτελούσε και επάγγελμα καθώς υπήρχαν καταστήματα που πουλούσαν στολίδια και άλλα είδη. Είχαν σκεπάσματα από δέρμα σε διάφορα χρώματα, κομμένα, ξεγυρισμένα, με κεντίδια, σκαλισμένα διάτρητα. Αυτές ήταν οι φορεσιές. Υπήρχαν βελούδινα σκεπάσματα με ρέλι, χρυσοκεντήματα με παραστάσεις (π.χ. 2 κοπέλες να κρατούν την ελληνική σημαία ή παραστάσεις από μάχες του ’21) Ήταν πολύ φορτωμένες με χάντρες, κομπολόγια, εικόνες ακόμα και κέλυφος χελώνας και ότι άλλο σκεφτόταν ο καθένας. Υπήρχαν σεγαριστά σχέδια με το κλασσικό βυζαντινό σχέδιο και η εικόνα που είχαν στο κέντρο ήταν ή της Μαρίας της Πενταγιώτισσας ή της Ρόζα Εσκενάζυ ή 2-3 ακόμα άλλες. Σπάνια κάποιος έβαζε φωτογραφία από αγαπημένο ή συγκεκριμένο του πρόσωπο. Τέλος τα πόδια που στηριζόταν η λατέρνα ήταν ξυλόγλυπτα.
Το σημαντικότερο ίσως ρόλο στη λατέρνα τον κατέχει ο κύλινδρος. Έτσι ο κατασκευαστής του γινόταν ανέκαθεν διάσημος και έπρεπε να έχει εξαιρετικές μουσικές ικανότητες. Αυτός ονομαζόταν «σταμπαδόρος» ή «καρφωτής». Το σταμπάρισμα είναι μια δύσκολη περίπλοκη διαδικασία και δεν απαιτεί μονάχα μουσικές γνώσεις αλλά και τεχνικές. Αφού το τραγούδι αποτυπωθεί σε παρτιτούρα ο σταμπαδόρος βάζει στην εσωτερική μεριά της λατέρνας και πίσω ακριβώς απ’ τη μανιβέλα ένα ειδικό «ρολόι». Ακριβώς έξω από τη λατέρνα πάλι πίσω από τη μανιβέλα βιδώνει έναν λεπτοδείχτη και τα ευθυγραμμίζει.
Όλη η διαδικασία του τυπώματος διαρκεί 20-25 ημέρες. Διασημότερος καρφωτής υπήρξε ο Νίκος Αρμάος. Λόγω της έλλειψης ηχητικών πηγών μπορούσε μόνο ακούγοντας ένα πελάτη να σφυρίζει ένα σκοπό να τον σταμπάρει με 2 ή 3 τρόπους. Έγραφε πολλά τραγούδια και αρκετά από αυτά έγιναν γνωστά ως τραγούδια άλλων.
Στη σύγχρονη εποχή η λατέρνα είναι πολύ παραμερισμένη και αρκετά σπάνιο θέαμα. Η ζήτηση είναι αρκετά περιορισμένη σε συλλέκτες και κάποιους ελάχιστους μουσικούς. Στην περιοχή της Αττικής υπάρχουν μόνο 8-9 περιπλανώμενοι όπως και κάποιοι ρωμά που περιπλανώνται σε ολόκληρη την Ελλάδα. Οι πωλήσεις πλέον γίνονται σπάνια και συνήθως όχι κατόπιν παραγγελίας αλλά αγοράζονται έτοιμα κομμάτια. Τα τραγούδια τα οποία ταυτίστηκαν με τη λατέρνα όπως η Φραγκοσυριανή, Γαρύφαλλο στ’ αυτί, Το Τραμ το τελευταίο, Οι θαλασσιές οι χάντρες, παραμένουν στο ρεπερτόριο και των καινούργιων οργάνων και υπάρχουν κάποιες προσθήκες σε τραγούδια του Μίμη Πλέσσα ή του Λευτέρη Παπαδόπουλου.