Ένας ακόμα μαχητής της προδομένης γενιάς του ΄74, ο Λάμπρος Πλίτσης, δεν είναι πια ανάμεσα μας. Ταξίδεψε για την αιωνιότητα, ύστερα από μια γενναία μάχη που έδωσε με την επάρατη νόσο, για να ανταμώσει τους ανδρειωμένους συμπολεμιστές του της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛ.ΔΥ.Κ.). Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε σε ατμόσφαιρα βαθειάς συγκίνησης στον κατάμεστο ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου Μελισσοχωρίου Λάρισας, παρουσία αρκετών συμπολεμιστών του και απλών ανθρώπων που τίμησαν και τιμούν την προσφορά του και την μνήμη του. Απούσα, δυστυχώς για άλλη μια φορά ,η Ελληνική Πολιτεία σε ‘Εθνικό αλλά και σε τοπικό επίπεδο.
Το πρωί, 13 Ιουλίου 1974,ο Λάμπρος ταξιδέψε για το Λουτράκι, απ’ όπου θα έφευγε με άλλους αξιωματικούς και στρατιώτες για την Κύπρο για να αντικαταστήσουν τους συναδέλφους τους που συμπλήρωσαν την στρατιωτική τους θητεία και θα επέστρεφαν πίσω στη πατρίδα. Το Πραξικόπημα τους βρήκε στο καράβι. Έφθασαν στη Μεγαλόνησο στις 19 Ιουλίου, λίγες ώρες πριν αρχίσει η βάρβαρη τουρκική Εισβολή. Παρόλη την άγνοια του εδάφους, έλαβαν από την πρώτη στιγμή μέρος στις μάχες σώμα με σώμα με τους Τούρκους.
Θρυλικές θα παραμείνουν οι μάχες των παιδιών της ΕΛ.ΔΥ.Κ. το στρατόπεδο των οποίων δέχθηκε σφοδρό αεροπορικό βομβαρδισμό από τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ης Ιουλίου του 1974. Ο θαυμασμός για την ηρωική αντίσταση τους θα παραμείνει στους αιώνες των αιώνων ως ένα λαμπρό παράδειγμα αυτοθυσίας παρόμοιο και εφάμιλλο με τους τριακόσιους του Λεωνίδα. Παρέμειναν στις θέσεις τους και αντιστάθηκαν γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε σχεδόν καμία πιθανότητα επιτυχούς αντιμετώπισης της υπεράριθμης και άρτια εξοπλισμένης τουρκικής πολεμικής μηχανής! «Οι μάχες ήταν καθημερινές. Εκεχειρία δεν τηρήθηκε από τους τούρκους. Τα πάντα ήταν προδομένα. Οι Ελδυκάριοι έδωσαν τη ψυχή τους για να κρατηθεί η Κύπρος. Όσοι ζήσαμε από τύχη, γυρίσαμε σπίτια μας. Οι άτυχοι μείνανε για πάντα εκεί πολεμώντας για τη μαρτυρική Κύπρο», διηγείται ο μαχητής Αστέριος Κυριακόπουλος.
Τον Λάμπρο τον γνώρισα πριν πολλά χρόνια. Ήταν τακτικός θαμώνας σε ένα όμορφο οικογενειακό μαγαζί στο οποίο εργάστηκα παράλληλα με την κύρια εργασία μου για πολλά χρόνια, προκειμένου να ζήσω την οικογένεια μου. Η πρώτη φορά που συναντηθήκαμε θα μείνει για πάντα ανεξίτηλα γραμμένη στη μνήμη μου. Στη Λάρισα είχε ήδη βγει ο Αυγερινός και εμείς ακόμα καθισμένοι σε ένα μικρό τραπεζάκι κουβεντιάζαμε ακόμα. Εκείνη τη νύχτα έμαθα από τον Λάμπρο λεπτομέρειες για τη μεγάλη περιπέτεια του.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις είχαν σταματήσει κι άρχισαν να διαμορφώνονται επί του εδάφους τα τετελεσμένα της Εισβολής. Μια μεγάλη σε μήκος διαχωριστική γραμμή μοιράζει από τότε στα δυό την μικρή μας πατρίδα. Τον πρώτο καιρό υπήρχε πάντα ο «Φόβος» να βρεθείς ύστερα από ένα λάθος υπολογισμό στα κατεχόμενα. «Βρέθηκα», αφηγείται ο ίδιος «στη Λευκωσία και έπεσα πάνω σε μια τουρκική περίπολο. Ξύπνησα σε ένα μπουντρούμι με πρησμένο κεφάλι και πόδια. Αυτό ήταν. Έμεινα εκεί 14 μήνες και 22 μέρες». Ο Λάμπρος ήταν σε πλήρη απομόνωση κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του. Δύο φρουροί βρίσκονταν μονίμως έξω από την πόρτα του κελιού του. Κατά τις μετακινήσεις του, του φορούσαν κουκούλα.
«Έμαθα αργότερα», διηγείται «ότι ήμουν σε τουρκική φυλακή στον κατεχόμενο τομέα της κυπριακής πρωτεύουσας και πιο συγκεκριμένα στο Κουτσιούκ Καϊμακλί, που στα ελληνικά λέγεται Ομορφίτα. Κανείς δεν ήξερε πού ήμουν. Κανείς – ούτε συγγενείς, ούτε οι στρατιώτες στην ΕΛ.ΔΥ.Κ.- δεν ήξεραν πού βρισκόμουν. Οι στρατιωτικοί της ΕΛ.ΔΥ.Κ ρωτούσαν για μένα, αλλά οι τουρκικές Αρχές δεν τους έδιναν καμία πληροφορία. Κατάφερα να αποδράσω με ένα πιρούνι. Ήταν Δεκαπενταύγουστος. Μια ολόκληρη διμοιρία με ακολούθησε. Έφθασα στο σημείο που έβλεπα την ελληνική σημαία. Αλλά δεν τα κατάφερα να περάσω στις ελεύθερες περιοχές. Ο τουρκικός στρατός με βρήκε λιπόθυμο το πρωί και με συνέλαβε ξανά».
Η απόπειρα απόδρασης του Λάμπρου Πλίτση έκανε γνωστή την κράτησή του στα Κατεχόμενα και αποδείχθηκε σωτήρια. Επιτέλους, μαθεύτηκε πως στις τουρκικές φυλακές υπήρχε ένας Έλληνας, που κρατείτο αιχμάλωτος. Τότε άρχισαν οι κινήσεις για την απελευθέρωσή του. Πέρασε στρατοδικείο και οι Τούρκοι τον καταδίκασαν για κατασκοπεία ακριβώς τις ημέρες που ήταν αιχμάλωτος. Όταν έφθασε στις ελεύθερες περιοχές, δεν το πίστευε … «Δεν πίστευα καν ότι είχα μείνει ζωντανός», λέει ο ίδιος.
Ο Λάμπρος Πλίτσης υπέμενε με στωικότητα την αιχμαλωσία, τα βασανιστήρια και τον εγκλεισμό, ενώ η πίστη του στα χρώματα της ελληνικής σημαίας, στα ιδεώδη και τις αξίες, του έδωσαν τη δύναμη να αποδράσει. Αν δεν είχε καταφέρει να αποδράσει, το πιο πιθανόν είναι να ήταν μία ακόμη πικρή ιστορία αγνοουμένου της κυπριακής τραγωδίας του 1974…..
Την τελευταία φορά που είδα τον φίλο μου Λάμπρο Πλίτση ήταν πριν ένα μήνα περίπου στην παρουσίαση του βιβλίου μου «Η προδομένη γενιά του ΄74». Ήταν αδύναμος, με δυσκολία μπορούσε να μιλήσει και να κινηθεί. Κι όμως ήρθε να με τιμήσει! Κι όμως χαμογελούσε! Ένα γλυκόπικρο χαμόγελο που ήταν πάντα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του. Δάκρυσα. Κάτι μου έλεγε πως θα ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Δυστυχώς οι ανησυχίες μου επαληθεύτηκαν…
Ο Λάμπρος έδινε πάντα το παρόν του στις εκδηλώσεις του Συλλόγου μας, του Συλλόγου Κυπρίων Νομού Λάρισας. Κάθε 20 Ιούλη ένοιωθα να τον διαπερνά μια τεράστια αγωνία και λύπη και πίκρα, και απογοήτευση…. Κατέθετε πάντα δάφνινο στεφάνι στη μνήμη των πεσόντων Ηρώων μας. Ήθελε να καταθέτει το τελευταίο στεφάνι στο οποίο να γράφει: «Όσο ζούμε δεν σας ξεχνούμε». Τώρα πια βρίσκεται αντάμα μαζί τους στον παράδεισο. Εκεί που πραγματικά ανήκει!