Της Ειρήνης Παπουτσή
Με διήμερη καθολική αποχή από τα καθήκοντά τους, χθες Πέμπτη και σήμερα Παρασκευή, αντιδρούν (και) οι δικηγόροι της Λάρισας, με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που αφορά στην αντιμετώπιση νέων μορφών βίας κατά των γυναικών, αλλά και σε πρόσθετες ρυθμίσεις που αφορούν στον νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας, την αναδιοργάνωση των ιατροδικαστικών υπηρεσιών, τα μέτρα για την προστασία των ανηλίκων κλπ., με τη LarissaPress να απευθύνεται στον πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, Τρύφωνα Τσάτσαρο, προκειμένου να γίνει σαφές το πνεύμα της κινητοποίησης.
“Το ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή του Σχεδίου Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Αντιμετώπιση νέων μορφών βίας κατά των γυναικών –Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2024/1385– Πρόσθετες ρυθμίσεις στον νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας– Αναδιοργάνωση των ιατροδικαστικών υπηρεσιών –Ενίσχυση της λειτουργίας της Eurojust – Μέτρα για την προστασία των ανηλίκων και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – Δικονομικές διατάξεις αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και άλλες ρυθμίσεις», επικύρωσε σχετική εισήγηση της Συντονιστικής Επιτροπής των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, για πανελλαδική καθολική αποχή των Δικηγόρων από τα καθήκοντά τους την Πέμπτη 23 και την Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025”, τονίζει ο κ. Τσάτσαρος, προσθέτοντας μάλιστα με νόημα πως «ο ΔΣΛ και το δικηγορικό σώμα συνολικά καταδικάζουν απερίφραστα κάθε φαινόμενο έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας».
«Πριν από οτιδήποτε άλλο θα ήθελα να καταστεί απολύτως σαφές ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας, αλλά και το δικηγορικό σώμα συνολικά, καταδικάζουμε απερίφραστα κάθε φαινόμενο έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας. Περαιτέρω, με συγκεκριμένες δράσεις μας ενισχύουμε αταλάντευτα τον αγώνα πρόληψης τέτοιων φαινομένων αλλά και στηρίζουμε τα θύματα», αναφέρει, ενώ εστιάζοντας στην αποχή κάνει λόγο για μια διαμαρτυρία που προκύπτει από τη μη συμμετοχή των δικηγόρων στην Ομάδα Εργασίας για τη σύνταξη του νομοσχεδίου αλλά και στο σύντομο χρονικό διάστημα δημόσιας διαβούλευσης που προηγήθηκε.
«Η συγκεκριμένη απόφαση για αποχή από τα καθήκοντά μας αντανακλά την έντονη διαμαρτυρία μας για το γεγονός ότι αφενός το δικηγορικό σώμα ουδέποτε κλήθηκε να συμμετάσχει στην Ομάδα Εργασίας για τη σύνταξη του συγκεκριμένου Σχεδίου Νόμου και να παρουσιάσει τις απόψεις του, αφετέρου δε (το Σχέδιο Νόμου) τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση εντός της εορταστικής περιόδου και για σύντομο χρονικό διάστημα, γεγονός που κατέστησε εντελώς δυσχερή την ουσιαστική συμμετοχή στη διαβούλευση, η οποία προφανώς πρέπει να είναι μια εξόχως παραγωγική διαδικασία και όχι διεκπεραιωτική, όπως για μια ακόμη φορά εξελίχθηκε».
Σύμφωνα μάλιστα με τον κ. Τσάτσαρο κρίνεται ότι η συγκεκριμένη νομοθέτηση επιχειρείται και πάλι υπό την πίεση της επικαιρότητας, με τον ίδιο να προσθέτει τα εξής:
«Περαιτέρω, κρίνεται ότι η συγκεκριμένη νομοθέτηση επιχειρείται και πάλι υπό την πίεση της επικαιρότητας, αποβλέπει δε σε μία ακόμη – την πολλοστή τα τελευταία χρόνια – τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινική Δικονομίας, κατά τρόπον ώστε σε πολλές περιπτώσεις να τίθενται σε άμεση διακινδύνευση το τεκμήριο αθωότητας και η αρχή της αναλογικότητας, αλλά και να δημιουργείται κίνδυνος καταχρηστικής χρησιμοποίησης των προβλεπόμενων μέτρων.
Το δικηγορικό σώμα, με δική του πρωτοβουλία, υπέβαλε συγκεκριμένες προτάσεις είτε για την απάλειψη είτε για τη βελτίωση συγκεκριμένων διατάξεων του Σχεδίου Νόμου, κάποιες εκ των οποίων ναι μεν έγιναν δεκτές, πλην όμως δεν έχει αλλάξει ουσιωδώς η βασική φιλοσοφία του, για την οποία έχουμε διατυπώσει σαφείς και τεκμηριωμένες αντιρρήσεις», καταλήγει ο Τρύφωνας Τσάτσαρος, ενώ όπως προαναφέραμε η αποχή των μελών του ΔΣΛ είναι καθολική, από το σύνολο δηλ. των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων δικογράφων, ενδίκων μέσων και βοηθημάτων.