Της Ειρήνης Παπουτσή
ΦΩΤΟ: Δ. Καστανάρας // LarissaPress
«Η Μάρτα “δραπετεύει” με αεροπλάνο. Μια ζωή πετά μακριά από τις δύσκολες καταστάσεις… και από τον Ιάκωβο. Μόνο που αυτός είναι πια νεκρός κι εκείνη πρέπει να ταξιδέψει στην πατρίδα για την κηδεία του. Η πτήση της θα αποδειχθεί πιο παράξενη απ’ ό,τι φαντάζεται. Μνήμες, απωθημένα, συναισθήματα, καθώς και η απίστευτη περιπέτεια που της εξιστορεί ένας συνταξιδιώτης της, προκαλούν σεισμό στην πόλη που έχτισε η ίδια… το Jackville», διάβασα μάλλον… διαγώνια την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, με τα καλύτερα να έρχονται από τις πρώτες του σελίδες (δεν το άφησα μέχρι να φτάσω στην τελευταία) και τη LarissaPress να αναζητά τον… υπαίτιο, συνομιλώντας με τον Γιώργο Κόκκαλη.
«Στακάτος» στον λόγο, χιουμορίστας σε βαθμό… κακουργήματος και με αίσθηση σχεδόν “χειρουργική”, μα και γνώριμος από τα παλιά ο συνομιλητής μας, αθεράπευτα «Χατζιδακικός», συντρόφευσε και συντροφεύει μουσικά αμέτρητες βραδιές σε όμορφα στέκια της πόλης, με τη νουβέλα του ωστόσο όχι μόνο να με ξαφνιάζει ευχάριστα μα και να με εξιτάρει ως προς την επιλογή του συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους.
Μετά από τόσα χρόνια ενασχόλησης με τη μουσική θα περίμενα να γράψεις τραγούδι, ποίηση και όχι νουβέλα! Προς τι η λογοτεχνική… ντρίμπλα, θέτω το ερώτημα από τις πρώτες μας κουβέντες, με τον Γιώργο Κόκκαλη, αφοπλιστικά αυθόρμητο, να μην το σκέπτεται λεπτό: «Από μικρός έγραφα στίχους. Το βιβλίο που κρατάς σα χέρια σου ξεκίνησε να γράφεται νύχτα, όταν οι κουβέντες με μια φίλη σε ένα μπαρ για μια κηδεία άρχισαν να μετατρέπονται σε “εικόνες” στο μυαλό μου. Να σκεφτείς ο αρχικός τίτλος που “γεννήθηκε” μέσα μου ήταν “Η πλερέζα” και όσο για το βιβλίο διαβάζεται όπως γράφτηκε, αβίαστα, σχεδόν… μονορούφι. Όσο για την ποίηση που με ρωτάς, θαρρώ πως είναι υψηλή Τέχνη και φοβάμαι να την αγγίξω».
«Έξω απ’ το κουτί» ο λόγος και η γραφή του. «Η πτήση ούτε καν στα μισά της», οι πρώτες λέξεις του βιβλίου του. Μα ποιος ξεκινά ένα βιβλίο με μια φράση δίχως ρήμα, αναρωτιέμαι, με τον ίδιο να παραδέχεται γελώντας πως όποια απόπειρα προσχεδίου κατέληξε στον κάδο των αχρήστων.
«Δε γίνεται εσκεμμένα. Διαπιστωμένα δεν έχω μεθοδολογία στο γράψιμο, η όποια απόπειρα προσχεδίου που επιχείρησα κατέληξε στον κάδο και μοιραία βρέθηκα απλά να απαντώ στην πρόκληση του λευκού χαρτιού. Από κει και πέρα θα έλεγα πως γράφω πιωμένος και διορθώνω νηφάλιος», τρολάρει μοναδικά την ηρωίδα του, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι στα συγγραφικά του «εργαλεία», με τον… Φερνάντο Πεσσόα, αγαπημένο του Πορτογάλο ποιητή και συγγραφέα, να μην αργεί να προστεθεί στην παρέα μας.
«Κάθε άνθρωπος δικαιούται μια στιγμή διαύγειας. Το θέμα με την ευφυΐα είναι η επανάληψη και η συνέπεια, έλεγε ο Πεσσόα. Ε, λοιπόν όσο και αν ακούγεται στερεότυπο αυτό με στοιχειώνει. Το “Jackville” είναι μια απέλπιδα απόπειρα να αποδείξω ότι υπάρχει συνέπεια στην ευφυΐα. Όσο για τα εργαλεία μου και το μπέρμπον που ρέει άφθονο στο αίμα της ηρωίδας και στις σελίδες του βιβλίου, είναι ακριβώς αυτό, ένα εργαλείο. Η επήρεια δεν είναι το ζητούμενο, δεν ενδιαφέρει, δεν εξιδανικεύεται και συνεπώς καλό είναι και να μη δαιμονοποιείται. Το αλκοόλ στην τελική δεν καθορίζει την στάση της Μάρτας (σ.σ. η ηρωίδα του βιβλίου), αποτελεί το εργαλείο για να κινηθεί. Άλλωστε μερικά μυαλά θέλουν άλλο… καύσιμο», ολοκληρώνει την σκέψη του γελώντας, με το δημοσιογραφικό, αυτή τη φορά, τρολάρισμα να δίνει συνέχεια.
Μα και εσύ αμερικάνικο μπέρμπον; Χάθηκε ένα φίνο σκωτσέζικο, έστω ένα ιρλανδικό, που μου το υποστηρίζεις και με θέρμη; Ανατρέχω στις σελίδες του βιβλίου εντοπίζοντας τη Μάρτα να συστήνεται σημειώνοντας πως «τα ποτά έχουν τόση ευγένεια όσο και οι άνθρωποι επίγευση», με τον Γιώργο Κόκκαλη να… υπεραμύνεται της επιλογής του.
«Η Μάρτα στην ουσία ψάχνει τις αισθήσεις… Μου άρεσε η ιδέα ενός παρακμιακού μπέρμπον και μεταξύ μας, ποσώς με ενδιαφέρουν οι νότες ευκαλύπτου και εσπεριδοειδών στην επίγευση, αν και στην ουσία τρολάρω», σχολιάζει, με τη συζήτηση να ανοίγει και τον ίδιο να εκφράζει ανοιχτά την αντίθεσή του ως προς τις παρουσιάσεις βιβλίων.
«Όσο με αφορά δε μου ταιριάζει. Εκτιμώ πως τα βιβλία είναι μοιρασιά και ταξιδεύουν με άλλους τρόπους. Οι παρουσιάσεις γίνονται για το οικονομικό σκέλος των εκδόσεων που επενδύουν σε μια πρόταση. Αν το καλοσκεφτείς λοιπόν η μοιρασιά είναι το ζητούμενο. Άλλωστε, κατά την άποψή μου, δεν κάνουν Τέχνη οι δημιουργοί, η Τέχνη γίνεται στα κεφάλια των αναγνωστών. Ο ενεργητικός καλλιτέχνης είναι ο αναγνώστης. Για μένα η συγγραφή είναι καταφύγιο και ένα φάρμακο ενάντια στην αϋπνία, μια ψυχοθεραπεία αν θες και μια ιεροτελεστία. Να γεμίσω με ιστορίες ένα λευκό χαρτί και να περνάω τέλεια μέσα στους κόσμους που φτιάχνω».
Και το ταξίδι θα συνεχισθεί άραγε, τον ρωτώ για τα… προσεχώς, με τον Γιώργο Κόκκαλη να μου δίνει την εντύπωση πως δύσκολα θα εγκαταλείψει το… καταφύγιό του: «Με απασχολεί σοβαρά το θέμα “ψώνιο”, ωστόσο θεωρώ πως όποιος γράφει ενδομύχως θέλει κάτι να αφήσει, να διαβαστούν τα γραφόμενά του. Στην τελική όλοι μπορούμε να επικοινωνήσουμε με κάποιον τρόπο. Το δύσκολο είναι να “ξεβρακωθείς” γράφοντας», θα μου πει χαμογελώντας. Και να δείτε που θα (συνεχίσει) να το κάνει…