Ενώ επί του παρόντος όλοι εστιάζουν στην ανάπτυξη και στις τιμές καταναλωτή υπάρχει ένας άλλος παράγοντας, που μπορεί να διαδραματίσει πιο καθοριστικό ρόλο στα επόμενα βήμα της ΕΚΤ. Πρόκειται για την πορεία των μισθών.
Τον περασμένο χρόνο, παρά τη στασιμότητα της οικονομίας και τη μικρή αύξηση της παραγωγικότητας, οι μισθοί στη νομισματική ένωση κατέγραφαν σημαντική άνοδο, με αποτέλεσμα να αντισταθμίζουν – σε έναν βαθμό – το επίμονο κύμα ακρίβειας. Ήταν ένας από τους παράγοντες δηλαδή που κάπως απάλυναν την κρίση κόστους ζωής.
Αυτό το στήριγμα για τα νοικοκυριά ενδεχομένως να χάνεται, όπως προειδοποιεί σε σημείωμά της η Capital Economics.
Ο δείκτης μισθών της ΕΚΤ, ο οποίος παρέχει μια εκτίμηση της πιθανής πορείας αύξησης των μισθών βάσει διαπραγματεύσεων με βάση τις μισθολογικές συμφωνίες που έχουν ήδη υπογραφεί, παρουσιάζει απότομη επιβράδυνση. Εάν εξαιρεθούν οι εφάπαξ πληρωμές, δείχνει ότι ο ρυθμός αύξησης των μισθών από 4,7% τον Δεκέμβριο του 2024, θα «προσγειωθεί» πιθανότατα στο 2,8% τον Δεκέμβριο του 2025. Θα είναι δηλαδή ελάχιστα υψηλότερος από τον εκτιμώμενο πληθωρισμό.
Μάλιστα ο δείκτης μισθών που περιλαμβάνει και τις εφάπαξ πληρωμές δείχνει ότι ο ρυθμός αύξησης θα συρρικνωθεί σε μόλις 1,3% έως τον Δεκέμβριο.
Η εξέλιξη αυτή ίσως να χαροποιεί την ΕΚΤ, αφού σημαίνει άμβλυνση των πληθωριστικών πιέσεων και μεγαλύτερα περιθώρια να συνεχιστούν οι μειώσεις επιτοκίων με πιο επιθετικό τρόπο από ό,τι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ωστόσο σίγουρα είναι «κακά μαντάτα» για τους εργαζόμενους της Ευρωζώνης.
Τα επόμενα βήματα της ΕΚΤ
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η Capital Economics επιμένει στην άποψή της ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να χαλαρώνει τη νομισματική πολιτική, έως ότου το επιτόκιο καταθέσεων φτάσει στο 1,5% τον Σεπτέμβριο.
«Η σύγκριση του επιτοκίου καταθέσεων της ΕΚΤ με τις εκτιμήσεις για το λεγόμενο ουδέτερο επιτόκιο, δηλαδή το επίπεδο ισορροπίας, υποδηλώνει ότι η νομισματική πολιτική σύντομα θα είναι μόνο ελαφρώς περιοριστική», σημειώνει η CE, αν και αναγνωρίζει πως «υπάρχει τεράστια αβεβαιότητα γύρω από αυτές τις εκτιμήσεις».
Με το καταθετικό επιτόκιο της ΕΚΤ σήμερα στο 2,75% και τη μείωση στο 2,50% τον Μάρτιο να θεωρείται εξαιρετικά πιθανή, η Τράπεζα θα μπορούσε να εγκαταλείψει την περιγραφή της πολιτικής της ως «περιοριστικής» τον επόμενο μήνα.
Καθώς τα περισσότερα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου φαίνεται να πιστεύουν ότι η νομισματική πολιτική πρέπει να είναι ουδέτερη παρά περιοριστική ή διευκολυντική, αυτό σημαίνει ότι περαιτέρω περικοπές ενδέχεται να συναντήσουν μεγαλύτερη αντίσταση από τα πιο επιθετικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τα λεγόμενα «γεράκια».
Κανείς όμως, ούτε τα πιο σκληρά γεράκια, δεν θα μπορούν να αντισταθούν στην πραγματικότητα. Αν αυτή δει τα σενάρια που θέλουν την οικονομία να αναπτύσσεται αναιμικά και τον πληθωρισμό να υποχωρεί, να γίνονται πραγματικότητα, οι επιτοκιακές μειώσεις θα έχουν συνέχεια.