Ξημερώνει Παρασκευή, 28 Φεβρουαρίου, δυο χρόνια μετά την τραγική εκείνη νύχτα στην καταραμένη κοιλάδα των Τεμπών, που κράτησε μια ακόμη φορά την πόλη της Λάρισας άγρυπνη.
Μείναμε άυπνοι προσπαθώντας να μεταδώσουμε τις πληροφορίες από τον τόπο του δυστυχήματος. Ξημερώσαμε στα νοσοκομεία της πόλης που εκτυλίχθηκαν στιγμές αρχαίου δράματος. Ανοίξαμε τις καρδιές μας για να φωλιάσει μέσα τους λίγος από τον πόνο των συγγενών που είδαν τη ζωή τους να σταματά στην πόλη μας. Προσπαθήσαμε να μην δηλητηριάσουμε το ήδη βεβαρυμένο κλίμα, να μην αφήσουμε την οργή να τυπωθεί στην ειδησεογραφική μας σελίδα, να μην δείξουμε με το δάχτυλο κανέναν, μέχρι να ταφούν οι νεκροί.
Αναλαμβάνοντας τον συντονισμό και την ευθύνη του δημοσιογραφικού περιεχομένου που δημοσιεύονταν στη LarissaPress στάθηκα, λίγες μέρες αργότερα, στην περίπτωση της Εριέττας, ενός πανέμορφου κοριτσιού 23 ετών, φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής, η οποία εξαϋλώθηκε. Η οικογένειά της δεν έλαβε πότε τίποτα από το κορίτσι τους. Έβαλε στο χώμα ένα άδειο φέρετρο. Όσο κι αν οι λέξεις στην εποχή μας έχουν ξεφτίσει από την μαζική, σκοπίμως πολλές φορές, ακατάλληλη χρήση τους, αυτός ήταν ο ορισμός της τραγωδίας.
Σε όλο το διάστημα των δυο χρόνων αρθρογράφησα αρκετές φορές για το συγκλονιστικό δυστύχημα. Μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και την εμφατική νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη σημείωσα πως θα κάνει λάθος η κυβέρνηση αν πιστέψει πως έχει ξεμπερδέψει με τα Τέμπη, κι αυτό γιατί η πλειοψηφία των Ελλήνων, αναγνωρίζοντας τις διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού κράτους, επέλεξε τον νυν Πρωθυπουργό ως τον ικανότερο να κάνει την Ελλάδα ένα κράτος κανονικό.
Κανείς δεν το άκουσε. Κανείς δεν το συνεκτίμησε. Θεώρησαν πως και αυτή η υπόθεση, όπως όλες οι προγενέστερες με πολλά θύματα θα ξεχαστεί και όλα θα κυλήσουν «κανονικά» σε μια χώρα ακανόνιστη. Παραγνώρισαν το μείζον, ότι όλες οι ελληνικές οικογένειες ταυτίστηκαν με τις οικογένειες των θυμάτων γιατί κατάλαβαν πως εκείνο το μοιραίο βράδυ θα μπορούσε μέσα στο τρένο της τραγωδίας να βρίσκεται ο ίδιος ή το παιδί του. Πρόταξαν το 42%.
Η εύφλεκτη ύλη μαζευόταν αργά αλλά σταθερά. Οι οικογένειες των 57 θυμάτων δεν σταμάτησαν ούτε μια μέρα να παλεύουν, να φωνάζουν, να διεκδικούν το δικαίωμα στην αλήθεια. Ο κόσμος έβλεπε πως η Δικαιοσύνη καθυστερούσε, η δημοσιογραφική έρευνα έφερνε στο φως στοιχεία που αποδείκνυαν πως το δυστύχημα ήταν έγκλημα, και μια σειρά κυβερνητικών χειρισμών επέτεινε την δυσπιστία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως στις τελευταίες δημοσκοπήσεις 8 στους 10 Έλληνες δηλώνουν πως δεν εμπιστεύονται τον θεσμό της Δικαιοσύνης.
Τα συλλαλητήρια του περασμένου μήνα λειτούργησαν ως καταλύτης εξελίξεων. Ο μακάριος ύπνος είχε τελειώσει. Όλοι έσπευσαν στην αρένα, αντιλαμβανόμενοι πως βρέθηκαν πίσω από την κοινωνία. Κάνοντας όμως και πάλι ένα κολοσσιαίο λάθος. Ο κόσμος δεν διαχωρίζει κανέναν από το έγκλημα. Μπορεί να ρίχνει τη μεγαλύτερη ευθύνη στην κυβέρνηση – πράγμα απολύτως λογικό- ωστόσο δεν θεωρεί πως οι υπόλοιποι του «συστήματος» είναι άμοιροι ευθυνών. Οι πολίτες γνωρίζουν πως ο ΟΣΕ υπήρξε άντρο των ΠΑΣΟΚων συνδικαλιστών στην αρχή, που μετεξελίχθηκε σε άντρο βολεμένων συνδικαλιστών στην πορεία, ανεξαρτήτως κομματικής απόχρωσης. Βλέπετε ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα προσαρμόστηκε στο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον της χώρας γρηγορότερα από οτιδήποτε άλλο, με τις ευλογίες φυσικά του πολιτικού μας συστήματος συνολικά. Οι πολίτες γνωρίζουν επίσης πως η πρώτη φορά Αριστερά τον τεμάχισε, χωρίς να διασφαλίσει κανένα στοιχείο που να εγγυάται την εύρυθμη λειτουργία του. Και φυσικά βλέπουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να αλλάζει το αφήγημά του για τα Τέμπη τρεις φορές σε διάστημα ενός μήνα, αντιλαμβανόμενοι πως το τιμόνι έχει ξεφύγει από τα χέρια του.
Αν μέσα στο πλαίσιο αυτό προσθέσει κανείς την συνομωσιολογία, την συνειδητή παραπληροφόρηση και το δηλητήριο των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, τότε στο κάδρο μπαίνουν, εκτός από το πολιτικό σύστημα και τη Δικαιοσύνη, και τα ΜΜΕ. Με λίγα λόγια δηλαδή μια χώρα που βρωμάει από παντού και στην οποία τίθεται ζήτημα Δημοκρατίας καθώς οι πυλώνες της έχουν κλονιστεί.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο στοιχείο που δεν αναδεικνύεται και, ενδεχομένως, δεν μπορεί να αναδειχθεί: η ατομική ευθύνη. Υπάρχει ένα ποσοστό πολιτών που ξέρουν μέσα τους καλά πως πολλοί εξ αυτών έγιναν συμμέτοχοι στο έγκλημα. Όχι των Τεμπών αλλά της χώρας. Κοιτάζοντας ο καθένας την πάρτη του, αδιαφορώντας για το σύνολο της κοινωνίας, έκαναν ρεσάλτο στην «εξουσία» ή μάλλον έτσι νόμιζαν, στηρίζοντας τυφλά τις κομματικές επιταγές. Γιατί λοιπόν εκπλήσσονται, δήθεν, κάποιοι που χιλιάδες πολίτες των Σερρών ψήφισαν και πάλι τον Κώστα Καραμανλή;
Όλα έσκασαν στην χρεοκοπία πριν δεκαπέντε χρόνια. Οι ψευδαισθήσεις τελείωσαν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Ωστόσο, παρ’ όλα τα δεινά που περάσαμε ως χώρα και ως κοινωνία, κανείς δεν βρήκε την τόλμη να προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές. Κανείς δεν τόλμησε να κλείσει τους λογαριασμούς της Μεταπολίτευσης. Άφησαν το πτώμα κακοφορμισμένο και τώρα η μόλυνση απειλεί και πάλι κάθε υγιές κύτταρο.
Ξημερώνει Παρασκευή…
Όλοι προβλέπουν πως στους δρόμους της χώρας θα μαζευτούν εκατομμύρια Έλληνες για να διαδηλώσουν. Ο καθένας ίσως για τον δικό του λόγο. Στην πλειοψηφία τους όμως για να απαιτήσουν Δικαιοσύνη. Αλήθεια. Οξυγόνο. Κι αυτό γιατί νιώθουν να πνίγονται καθημερινά από την αναξιοκρατία και την έλλειψη ελπίδας για το μέλλον. Βλέπουν τα αρπακτικά να πολλαπλασιάζονται στον προθάλαμο της εκάστοτε εξουσίας και να θέτουν τους όρους του μέλλοντος. Του δικού τους μέλλοντος.
Θα μαζευτούν εκατομμύρια στους δρόμους γιατί ο καθένας μας ξέρει βαθιά μέσα του πως το μέλλον που αξίζει σε μας και τα παιδιά μας δεν είμαστε ικανοί να το ορίσουμε μόνοι μας, και θα πρέπει να το εγγυώνται οι θεσμοί που τώρα δεν λειτουργούν.
Αντίφαση;
Μπορεί. Ωστόσο η ιστορία του ελληνικού κράτους εδώ και δυο αιώνες είναι (και) μια ιστορία εγγενών αντιφάσεων…