Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας (8η Μαρτίου), το Συμβουλευτικό Κέντρο Λάρισας εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
“Το γυναικείο κίνημα στα πρώτα βήματά του διεκδίκησε ισότητα πολιτικών, αστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων με τους άνδρες. Το πρώτο φεμινιστικό κύμα λειτουργώντας μέσα στο πνεύμα των μεγάλων αστικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα διεκδίκησε ίσα δικαιώματα με τους άνδρες στον δημόσιο χώρο. Η ίδρυση των γυναικείων οργανώσεων στην Μεγάλη Βρετανία, στις αρχές του 20ού αιώνα και η μαχητική τους δράση για τη διεκδίκηση του δικαιώματος ψήφου των γυναικών, οδήγησε σταδιακά στη νομοθετική κατοχύρωση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, με την Ελλάδα να ακολουθεί μόλις το 1952. Ήδη η παγκόσμια κοινότητα με τη θέσπιση της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων το 1948, έθεσε ως αξίωση την ισότητα των δικαιωμάτων των γυναικών με τους άνδρες, ενώ η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) προέβλεπε την απαγόρευση των διακρίσεων βάσει του φύλου.
Καταλυτική υπήρξε η δεκαετία του 1970 για τη θέσπιση δικαιωμάτων των γυναικών, τόσο αναφορικά με την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, όσο και για την θεσμοθέτηση της επιταγής ισότητας ανδρών και γυναικών. Η κατανομή της περιουσίας και της γονικής μέριμνας και διατροφής των παιδιών μεταξύ των συζύγων, μετά το διαζύγιο, η οποία γενικεύτηκε προοδευτικά σε όλες τις Πολιτείες των ΗΠΑ μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 είναι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του γυναικείου κινήματος. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Κοινότητας από τα μέσα της δεκαετίας ’70 εκδόθηκαν οι πρώτες Οδηγίες, με βάση τις οποίες το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο παρήγαγε μια πολύ σημαντική νομολογία σχετικά με την ίση μεταχείριση και τις ίσες ευκαιρίες των γυναικών στην εργασία. Το 1979 η Σύμβαση του Ο.Η.Ε. για την Εξάλειψη όλων των Μορφών Διάκρισης κατά των Γυναικών (CEDAW), θέτει για πρώτη φορά τις διακρίσεις σε βάρος τoυς, ως ζήτημα που αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Στην Ελλάδα αποφασιστική αλλαγή στο οικογενειακό δίκαιο επιτυγχάνεται τη δεκαετία του ’80 με την υιοθέτηση του πολιτικού γάμου, την κατάργηση του θεσμού της προίκας και την αποποινικοποίηση της μοιχείας. Καινοτομίες που εισάγονται αποτελούν το συναινετικό διαζύγιο, η δυνατότητα περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων και το δικαίωμα συμμετοχής στα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του συζυγικού βίου. Οι αμβλώσεις, σε πρώτη φάση αποποινικοποιήθηκαν (1978) για ιατρικούς λόγους μέχρι τη 12η εβδομάδα κύησης, ενώ ο ν. 1609/1986 έθεσε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, επειδή υπερισχύει το δικαίωμα των γυναικών στην αυτοδιάθεση του σώματός τους.
Τη δεκαετία του ’90 διατυπώνονται σε διεθνείς συνθήκες νομικές διατάξεις που αναγνωρίζουν το φαινόμενο της έμφυλης ανισότητας και επιτάσσουν την προστασία του δικαιώματος της ζωής, της αξιοπρέπειας, της σωματικής και ψυχικής υγείας των γυναικών σε πανανθρώπινη κλίμακα. Στην Παγκόσμια Διάσκεψη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που γίνεται στη Βιέννη, το 1993, διακηρύσσεται πως τα γυναικεία δικαιώματα είναι ανθρώπινα δικαιώματα και πως η βία που βασίζεται στο φύλο είναι ασύμβατη με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Ακολούθησε η Διακήρυξη του Ο.Η.Ε. για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών (DEVAW – 1993), ενώ θεσπίζεται στην αμερικανική ήπειρο, το 1994, η Διαμερικανική σύμβαση για την πρόληψη, τιμωρία και εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών (Belem do Para). Η αντίστοιχη Σύμβαση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, γνωστή ως Σύμβαση της Κων/πολης, θα τεθεί σε ισχύ το 2014. Η Ελλάδα, κυρώνει τη Σύμβαση αυτή στις 18 Ιουνίου του 2018, ενώ έχει ήδη θεσπίσει ποινικά αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας από το 2006.
Η Σύμβαση της Κων/πολης υιοθέτησε κομβικά στοιχεία της φεμινιστικής θεωρίας, τα οποία είχαν ήδη περιληφθεί στις πρώτες διακηρύξεις κειμένων Διεθνούς Δικαίου. Αναγνώρισε τη δομική φύση της βίας κατά των γυναικών, ως ένα κοινωνικό μηχανισμό εξαναγκασμού τους σε υποδεέστερη θέση έναντι των ανδρών και ως εκδήλωση των ιστορικά άνισων σχέσεων ισχύος ανάμεσα στα δύο φύλα. Επιβεβαίωσε πως οι σοβαρές μορφές έμφυλης βίας (βιασμός, σεξουαλική παρενόχληση, ενδοοικογενειακή βία κ.α.) συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων των γυναικών και επεσήμανε πως η υλοποίηση της δια νόμου και εν τοις πράγμασι επίτευξη της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών αποτελεί βασική προϋπόθεση για την πρόληψη της βίας σε βάρος των δεύτερων.
Στο πλαίσιο της πρόληψης και της αντιμετώπισης του φαινομένου της έμφυλης βίας κατά των γυναικών, αλλά και της γενικότερης προστασίας των δικαιωμάτων τους, η Γενική Γραμματεία Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΓΓΙΑΔ), λειτουργεί πανελλαδικό Δίκτυο 65 υποστηρικτικών δομών, αποτελούμενο από 44 Συμβουλευτικά Κέντρα και 20 Ξενώνες Φιλοξενίας σε όλη την επικράτεια, σε συνδυασμό με την πανελλαδικής εμβέλειας 24ωρη Τηλεφωνική Γραμμή SOS 15900. Στο Δίκτυο αυτό εντάσσεται και το Συμβουλευτικό Κέντρο Λάρισας το οποίο εποπτεύεται επιστημονικά και διοικείται από το Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ), χρηματοδοτείται δε από το ΠεΠ «Θεσσαλία 2021-27». Το Συμβουλευτικό Κέντρο Λάρισας παρέχει σε ενήλικες γυναίκες που έχουν υποστεί έμφυλη βία ή/και πολλαπλές διακρίσεις ΔΩΡΕΑΝ συμβουλευτικές υπηρεσίες κοινωνικής, ψυχολογικής, εργασιακής και νομικής στήριξης, οι οποίες καλύπτονται από το απόρρητο της συμβουλευτικής”.