*Του Γρηγόρη Παπαχαραλάμπους
Στους πρώτους μήνες του 2025, η Ευρώπη δείχνει χαμένη σε μια έρημο παρακμής με ορθάνοιχτα πολλά οικονομικά, δημογραφικά, βιομηχανικά και τεχνολογικά θέματα . Οι βεβαιότητες δεκαετιών καταρρέουν ή τίθενται υπό αμφισβήτηση και οι αλλαγές είναι σαρωτικές. Οι πολίτες ζουν σε περιβάλλον ανασφάλειας, και το θεσμικό αλαλούμ που ακολούθησε την ομιλία του JDV την 14η Φεβρουαρίου δημιουργεί ερωτηματικά. Η εμπιστοσύνη στα όργανα της ΕΕ και στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων στα κράτη μέλη έχει κλονιστεί και τα λαϊκιστικά κινήματα αυξάνονται. Η πολιτικά κατακερματισμένη ΕΕ, αγωνίζεται να ανταποκριθεί στις πιεστικές κρίσεις με αργούς ρυθμούς και διαφορετικές προσεγγίσεις.
Ο φαύλος κύκλος των οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων γίνεται όλο και πιο δύσκολο να σπάσει. Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της ηπείρου είναι διχασμένες και εσχάτως δημιουργήθηκε περιβάλλον έλλειψης συναίνεσης σχετικά με τον τρόπο διαμόρφωσης των σχέσεων με τις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Ρωσία, με αποτέλεσμα, η Ευρώπη να κινδυνεύει να βρεθεί στο παρασκήνιο της παγκόσμιας σκηνής. Είναι σαφές ότι χρειάζεται επειγόντως μια συνεκτική στρατηγική για τα επόμενα χρόνια, αλλά κάτι τέτοιο σήμερα δεν διαφαίνεται. Η παλιά φόρμουλα – ασφάλεια από τις ΗΠΑ, ενέργεια από τη Ρωσία, αγορές και παραγωγή από την Κίνα – είναι εδώ και καιρό ξεπερασμένη. Η νέα πραγματικότητα με τις τελευταίες αποφάσεις των ΗΠΑ, η ανάγκη ανάπτυξης μιας ρεαλιστικής γραμμής έναντι του Πεκίνου. τα απότοκα της εφαρμογής κυρώσεων κατά της Ρωσίας καθιστούν την διαμόρφωση μιας νέας, ανεξάρτητης ευρωπαϊκής γεωπολιτικής ατζέντας απαραίτητη αλλά κάτι τέτοιο γίνεται κάθε μέρα που περνάει όλο και πιο δύσκολο.
Τις τελευταίες βδομάδες η δράση της ΕΕ συγκεντρώνεται αποκλειστικά στην αμυντική της πολιτική. Βέβαια η ανυπαρξία αμυντικής πολιτικής θα μπορούσε να αποτελέσει για την ΕΕ θεμελιώδη δοκιμασία, αλλά από την άλλη το κόστος υλοποίησης της είναι υψηλό και η πηγή της χρηματοδότησης της αδιευκρίνιστη. Σύμφωνα με όσα αυτές τις ημέρες σχεδιάζονται οι ευρωπαϊκές χώρες πιθανότατα θα αναγκαστούν να επενδύσουν τουλάχιστον το 3% του ΑΕΠ τους σε αμυντικές δαπάνες, να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο στην υποστήριξη της Ουκρανίας και να προστατεύσουν αποτελεσματικότερα τις δικές τους γειτονιές στην Αρκτική, την Ανατολική Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Σίγουρα πάντως αμυντική πολιτική χωρίς ενιαία εξωτερική πολιτική δεν έχει νόημα και βέβαια από τον σχεδιασμό μέσω της «Λευκής Βίβλου» μέχρι την οργάνωση και την ετοιμότητα «στο πεδίο» η διαδρομή είναι μεγάλη.
Ταυτόχρονα, η Ευρώπη πλήττεται εδώ και χρόνια από απώλεια βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας, ιδίως έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας. Η αύξηση του κόστους εργασίας και ενέργειας επιδεινώνει το πρόβλημα. Το ερώτημα είναι πώς μπορεί η Ένωση να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της, συνεχίζοντας παράλληλα να επιδιώκει φιλόδοξα την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές. Ειδικά στους τομείς της παραγωγής ημιαγωγών, της τεχνητής νοημοσύνης (AI), των ψηφιακών υποδομών και της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο, η Ευρώπη υστερεί πολύ στον ανταγωνισμό με την Αμερική και την Κίνα. Έτσι με δεδομένη την πολιτική για το περιβάλλον, h ΕΕ είτε θα καταφέρει να βρει την ισορροπία μεταξύ βιομηχανικής παραγωγής, προστασίας του κλίματος και γεωπολιτικής ασφάλειας, είτε η Ευρώπη θα χάσει μακροπρόθεσμα τη σημασία της.
Η κατεύθυνση
Ένα σενάριο θα μπορούσε να είναι η προώθηση της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας εις βάρος –αναπόφευκτα- της ασφάλειας και της απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές. Η Ευρώπη θα μπορούσε έτσι να επικεντρωθεί στη βιομηχανική της βάση, υποστηριζόμενη από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ενώ μαζικές επενδύσεις θα μπορούσαν να εισρεύσουν στην ψηφιοποίηση, την κβαντική υπολογιστική και την τεχνητή νοημοσύνη. Στην πορεία, ωστόσο, η Ευρώπη θα εξαρτιόταν ακόμη περισσότερο από τις ΗΠΑ όσον αφορά την πολιτική ασφάλειας.
Ένα εναλλακτικό σενάριο θα ήταν να δοθεί προτεραιότητα σε νέες ευρωπαϊκές βιομηχανίες στους τομείς της κυβερνοασφάλειας, της διαστημικής τεχνολογίας και της άμυνας – υπέρ της ευρωπαϊκής ασφάλειας και εις βάρος της απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές. Η Ευρώπη θα μπορούσε να επικεντρωθεί στην προστασία των εξωτερικών συνόρων της και να αναλάβει ίσως πρόσθετα καθήκοντα ασφάλειας. Η στρατηγική αυτή θα βοηθήσει την Ευρώπη να ενισχύσει τη γεωπολιτική της θέση και να διαφοροποιήσει τις εμπορικές της σχέσεις σε μια κατακερματισμένη παγκόσμια οικονομία.
Παρ’ όλες αυτές τις προκλήσεις, υπάρχουν επίσης ευκαιρίες για την Ευρώπη να εδραιώσει τον παγκόσμιο ρόλο της. Ένα σημαντικό βήμα θα ήταν η εντατικοποίηση των στρατηγικών εταιρικών σχέσεων με χώρες του Παγκόσμιου Νότου, ιδίως στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική. Όπως και η Mercosur, η ΕΕ πρέπει να συνάψει νέες συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών με χώρες και περιοχές όπως η Ινδία, τα κράτη του Κόλπου, η ομάδα ASEAN και η Αφρικανική Ένωση.
Μια ακόμη σημαντική επιλογή για το μέλλον της Ευρώπης είναι η προώθηση στρατηγικών έργων υποδομής, (που ενδιαφέρουν άμεσα και την χώρα μας) όπως η Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών (ένα έργο για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ δεκατριών χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής-Κεντρικής Ευρώπης της ΕΕ) και το IMEC (Οικονομικός Διάδρομος Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης για τη μεταφορά αγαθών και ενέργειας που συμφωνήθηκε το 2023).
Η εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς προς τις χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης προσφέρει επίσης μια ακόμη ευκαιρία. Οι περιοχές αυτές αποτελούν γέφυρα μεταξύ της ΕΕ, της Ασίας, της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, και η στενότερη συνεργασία μαζί τους θα μπορούσε να ενισχύσει γεωπολιτικά την Ευρώπη. Η επέκταση της ενιαίας αγοράς προς ανατολάς όχι μόνο θα προωθήσει την οικονομική δικτύωση και το εμπόριο εντός της ΕΕ, αλλά θα λειτουργήσει επίσης ως προπύργιο κατά της αυξανόμενης παρουσίας της Ρωσίας και της Κίνας στην περιοχή.
-Προκειμένου η Ευρώπη να συνεχίσει να επιβιώνει ως βιομηχανική υπερδύναμη στον διεθνή ανταγωνισμό με την Κίνα και τις ΗΠΑ, πρέπει να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα αρκετοί αλληλένδετοι προβληματικοί τομείς: -Η γήρανση του πληθυσμού πρέπει να αντιμετωπιστεί με στοχοθετημένα μέτρα στους τομείς της μετανάστευσης, της οικογενειακής πολιτικής, της εκπαίδευσης και της παραγωγικότητας.
-Η ευρωπαϊκή παραγωγή ενέργειας πρέπει να ενισχυθεί προκειμένου να διασφαλιστεί ο εφοδιασμός και να μειωθεί η εξάρτηση από άλλες χώρες. Αυτό απαιτεί όχι μόνο αιολική και ηλιακή ενέργεια, αλλά και πυρηνική ενέργεια, δική της παραγωγή φυσικού αερίου και μακροπρόθεσμες συμβάσεις φυσικού αερίου με τρίτες χώρες.
Συνολικά, η Ευρώπη το 2025 θα αντιμετωπίσει μερικές από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην ιστορία της. Μόνο εάν η ΕΕ καταφέρει με συνεργασίες, επανασχεδιασμό πολιτικών και στοχευμένη δράση να «επιβληθεί» στη νέα παγκόσμια τάξη θα έχει ένα επιτυχημένο μέλλον ως παγκόσμιος παράγοντας.