Όσο αυξάνονται τα φορολογικά βάρη, ως προς το εισόδημα, τόσο μειώνεται η εισπραξιμότητά τους, άρα αυξάνονται και τα χρέη στην εφορία. Σε αυτό το συμπέρασμα κατατείνει η ανάλυση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), σχετικά με το «Κενό Είσπραξης Οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση». Ο όρος ακούγεται τεχνικός και «δύσπεπτος», όμως είναι εξαιρετικά χρήσιμος για να κατανοήσουμε τους λόγους που συσσωρεύονται τα ληξιπρόθεσμα χρέη στην εφορία.
Η έκθεση του ΓΠΚΒ είναι ένα έμμεσο «ράπισμα», εκ των έσω, στη φορολογική πολιτική που ακολουθεί και η τωρινή κυβέρνηση, η οποία βασίζεται στην αφαίμαξη των μικρών και μεσαίων φορολογούμενων, ενώ αυξάνονται τα φέσια των μεγαλοοφειλετών.
Όπως εξηγεί, το κενό είσπραξης οφειλών, μετρά τη διαφορά ανάμεσα «στη φορολογική επιβάρυνση που επιβάλλεται στους φορολογούμενους και το βάρος που εκείνοι τελικά αναλαμβάνουν».
Η φορολογική επιβάρυνση εκφράζεται ποσοτικά με τον «μέσο φορολογικό συντελεστή», τον λόγο του συνολικού απαιτητού ποσού από την εφορία προς το ΑΕΠ κάθε οικονομικού έτους. Αντίστοιχα, το πραγματικό βάρος που αναλαμβάνουν οι φορολογούμενοι εκφράζεται με τον «αποτελεσματικό φορολογικό συντελεστή» ή το σύνολο των εισπράξεων εντός του έτους προς το ΑΕΠ.

Το ακορντεόν του «κενού είσπραξης»
Το κενό είσπραξης το 2024 ήταν εξαιρετικά χαμηλό, μόλις 0,8%- γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των ψηφιακων συναλλαγών αλλά και των εργαλείων που έχει στη διάθεσή της η ΑΑΔΕ.
Αυτό που αξίζει να κρατήσουμε, είναι ότι το κενό είσπραξης βαίνει μειούμενο από το 2015, όσο άρχισε να μειώνεται ο μέσος φορολογικός συντελεστής.
Την εποχή της υψηλής ανάπτυξης της περιόδου 2001-2008 τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 65,9%. Ωστόσο, η αύξηση των εσόδων φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της αύξησης του «μέσου φορολογικού συντελεστή» (κατά 4,8%). Αντίθετα ο δείκτης είσπραξης των εσόδων μειώθηκε κατά 2%.
Η περίοδος της «κρίσης χρέους» και των μνημονίων βύθισε την ελληνική κοινωνία σε μια φτωχοποίηση, άνευ προηγουμένου, για καιρό ειρήνης. Το διάστημα 2008-2016 το ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε κατά 26,8%.
Έτσι, ο μέσος φορολογικός συντελεστής, το βάρος των οφειλών που καλούνταν να πληρώσουν οι φορολογούμενοι, κυριολεκτικά εκτοξεύθηκε, αγγίζοντας το υψηλότερο σημείο του το 2014, στο 31,9% (από 22,2% πριν την κρίση).
Το ίδιο διάστημα αυξήθηκε μεν ο αποτελεσματικός φορολογικός συντελεστής, οι πραγματικές πληρωμές φόρων προς το ΑΕΠ, αλλά με πολύ πιο αργό ρυθμό: στο 24,7% από 20,7% πριν την κρίση.
Ως αποτέλεσμα το κενό είσπραξης εκτινάχθηκε σε δυσθεώρητα ποσοστά – στο 7,2%. Η αιτία δεν ήταν ότι οι Έλληνες φορολογούμενοι ήταν κατ’επιλογή «μπαταξήδες», αλλά ότι δεν άντεχαν να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Καθώς το εισόδημά τους συρρικνώθηκε, αντίστοιχα συρρικνώθηκε και η «φοροδοτική τους ικανότητα», όπως παραδέχεται η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής.
Μειώθηκαν τα βάρη, αυξήθηκαν οι εισπράξεις
Tην περίοδο 2016-2019, που συμπίπτει εν μέρει με τη δεύτερη κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ, παρατηρείται ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, με την εφορία να αυξάνει τα έσοδά της κατά 8%. Αντίστοιχα, αυξήθηκε ο δείκτης είσπραξης, παρά τη μείωση του «μέσου φορολογικού συντελεστή» κατά 10%. Έτσι το φορολογικό κενό είσπραξης υποχώρησε θεαματικά, στο 1,2%.
Επί διακυβέρνησης της ΝΔ – με εξαίρεση την ιδιαίτερη χρονιά της πανδημίας – παρατηρείται ένα πραγματικό μπαράζ φορομπηξίας, ενώ τα κρατικά ταμεία «τάισε» σε μεγάλο βαθμό ο πληθωρισμός, με την αύξηση των έμμεσων φόρων.
Σύμφωνα με το ΓΠΚΒ, την περίοδο 2020-2024, με την σταδιακή αποκατάσταση της οικονομικής δραστηριότητας, ο «μέσος φορολογικός συντελεστής» αυξάνεται κατά 11,8% και τα έσοδα προς την εφορία η αυξάνονται κατά 64%. Η αύξηση τόσο του “μέσου”, όσο και του “αποτελεσματικού φορολογικού συντελεστή» (κατά 15,7%), σε συνδυασμό με την ενίσχυση της εισπρακτικής απόδοσης της Φορολογικής Διοίκησης κατά 3,5%, οδήγησε σε μείωση του Κενού Είσπραξης το οποίο διαμορφώθηκε το 2024 στο 0,8%, αγγίζοντας το χαμηλότερο ποσοστό του σε όλη την υπό εξέταση περίοδο», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στην εφορία στο τέλος του Φεβρουαρίου του 2025 διαμορφώθηκε στα 110,6 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 3,6 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2024. Από αυτά τα 26,3 δισ. ευρώ (δηλαδή περίπου 23,8%) αφορά σε οφειλές που χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης.
Αυτό που εξοργίζει τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις, που ασθμαίνουν υπό το βάρος των συσσωρευμένων οφειλών, είναι ότι ενώ η εφορία κάνει σαφάρι για να «ξετινάξει» τη μαρίδα, οι μεγαλοκαρχαρίες συνεχίζουν απτόητοι να φεσώνουν το δημόσιο.
Οι μεγαλοοφειλέτες, που χρωστάνε στην εφορία πάνω από ένα εκατομμύριο ευρώ, αποτελούν μόλις το 0,3% του συνόλου των οφειλετών, αλλά είναι υπεύθυνοι για πάνω από το 76% των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Πρόκειται για μόλις 9.830 φορολογούμενους – φυσικά και νομικά πρόσωπα – που χρωστάνε ο καθένας κατά μέσο όρο πάνω από 8,5 εκατ. ευρώ, με συνολικό χρέος 84,270 εκατ. ευρώ.
Από την άλλη το 90% των οφειλετών έχει οφειλές έως 10.000 ευρώ αλλά το χρέος τους δεν ξεπερνά το 3,6% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου.
Το 38,5% του συνόλου των οφειλών (42,5 δισ. ευρώ) το χρωστούν φυσικά πρόσωπα και το 61,5% των οφειλών το χρωστούν νομικά πρόσωπα, δηλαδή εταιρείες.