Μια οξύμωρη συνθήκη αναπτύσσεται στο πεδίο της «καινοτομίας» και των premium προϊόντων στο εγχώριο ράφι, με τους αναλυτές να «βλέπουν» σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης ενώ η βιομηχανία εμφανίζεται αρκετά συγκρατημένη, περνώντας από «κόσκινο» τα νέα λανσαρίσματα.
Από πλευράς καταναλωτών μολονότι η «λίστα» του σούπερ μάρκετ γίνεται όλο και πιο στοχευμένη, φέρεται ότι διατηρούνται «παράθυρα» στις δαπάνες για premium προϊόντα ή προτάσεις νέων λανσαρισμάτων που γίνονται viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Πιο προσεκτικοί στις δαπάνες
Χθες η NielsenIQ γνωστοποίησε τα πρόσφατα ευρήματα της έρευνας Consumer Outlook της NielsenIQ, σύμφωνα με τα οποία το 50% των Ελλήνων καταναλωτών αναφέρει επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, αποδίδοντας αυτή την επιδείνωση κυρίως στην αύξηση του κόστους ζωής, τόσο στα βασικά είδη νοικοκυριού, όσο και στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Ως αποτέλεσμα, οι υπεύθυνοι για τις αγορές των νοικοκυριών έχουν υιοθετήσει μια πιο προσεκτική προσέγγιση στις δαπάνες τους, με το 67% να δείχνει αυξημένη ευαισθησία στις τιμές των προϊόντων και να παρακολουθεί τις αλλαγές τους.
Με το βλέμμα στις προσφορές
Οι προωθητικές ενέργειες συνεχίζουν να ασκούν σημαντική επίδραση στις αγοραστικές αποφάσεις, με πάνω από το 80% των καταναλωτών να επιλέγουν εναλλακτικές μάρκες βάσει των προωθητικών προσφορών, όπως αποδεικνύεται από την έρευνα Shopper Insights της NielsenIQ.
Την ίδια ώρα, με βάση ενδελεχή ανάλυση 162 κατηγοριών ταχυκίνητων καταναλωτικών προϊόντων (FMCGs), που πραγματοποιήθηκε από τον κ. Δημήτρη Βελισσαρίδη, Senior Customer Success Consultant στη NielsenIQ, προκύπτει μια δυναμική ανάπτυξη των premium προϊόντων (σ.σ. premium ορίζονται τα προϊόντα, στα οποία η μέση τιμή τους είναι 20% μεγαλύτερη από τα την μέση τιμή της κατηγορίας που ανήκουν).
Και αυτό γιατί συγκριτικά με το σύνολο των ταχυκίνητων προϊόντων στο ράφι (FMCGs) τα premium παρουσιάζουν υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης, ήτοι 4,7% έναντι 3,7%, ενώ συνεισφέρουν άνω του 50% των πωλήσεων στο 30% των εξεταζόμενων κατηγοριών. Σύμφωνα με τους αναλυτές της NielsenIQ σήμερα περίπου το 13% των διαθέσιμων κωδικών αφορά νέες, ενδεχομένως καινοτόμες προτάσεις.
Από πλευράς βιομηχανίας τροφίμων, που αποτελεί παραδοσιακά μια δραστηριότητα που επενδύει σημαντικά κεφάλαια στον εμπλουτισμό του προϊοντικού χαρτοφυλακίου για να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον των καταναλωτών αλλά και να προσαρμοστεί στις νέες διατροφικές τάσεις, η εικόνα είναι διαφορετική. «Η έντονα πληθωριστική διετία 2022-2023 και η αβεβαιότητα του 2024 η οποία φέτος διευρύνεται έχει οδηγήσει πολλές βιομηχανίες στον εξορθολογισμό του κωδικολογίου τους» αναφέρουν στην «Ν» στελέχη της βιομηχανίας τροφίμων. Όπως εξηγούν «κάτω από την έννοια ‘εξορθολογισμός’ ακουμπούν πολλές πρακτικές: περιορισμός ή διακοπή κωδικών με χαμηλή συμμετοχή στη κερδοφορία, μικρότερες συσκευασίες, πιο στοχευμένα νέα λανσαρίσματα».
To hair cut στις επενδύσεις καινοτομίας σε πρώτη φάση προκλήθηκε από την ανάγκη περιορισμού δαπανών προκειμένου να υπάρχει «λίπος» για την κάλυψη του αυξημένου λειτουργικού κόστους. Σε δεύτερο χρόνο η βιομηχανία είναι έντονα επιφυλακτική καθώς ο εγχώριος καταναλωτής, μολονότι είναι «εκπαιδευμένος» στα δύσκολα είναι έντονα price oriented, δηλαδή το κριτήριο της τιμής αλλά και η αντίληψη της ακρίβειας είναι ο κυρίαρχος παράγοντας που ορίζει τη δαπάνη του νοικοκυριού. Σε αυτό το πλαίσιο η αγορά είναι ιδιαίτερα φειδωλή στη προώθηση νέων premium κωδικών στο ράφι, γιατί εξ’ ορισμού είναι ακριβότερες προτάσεις.
Το φαινόμενο που… πάει μόνο του
Σε ό,τι αφορά τώρα το φαινόμενο «Dubai chocolate» που μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατέκλυσε την αγορά τροφίμων, τα ίδια στελέχη επισημαίνουν «πάντα στις κρίσεις υπάρχουν κάποιες κατηγορίες που «πάνε μόνες» τους καταγράφοντας επιδόσεις πολύ υψηλότερες από το αναμενόμενο. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι η «επίδοση» εξαρτάται και με το target group που εστιάζει κάθε προϊόν.
Τα social media έχουν μεγάλη απήχηση στις νεότερες ηλικιακές ομάδες που δοκιμάζουν πιο εύκολα τα νέα trends ειδικά εάν το κόστος αυτών κινείται κοντά στο ψυχολογικό όριο των πέντε ευρώ. Οι Millenials, που εξακολουθούν να αποτελούν ακόμα το βασικό κοινό, επιδιώκουν το well being και τη βιωσιμότητα αλλά εστιάζουν στις φθηνότερες επιλογές προϊόντων. Υπάρχει πάντα και ένα κοινό, το 20-25%, που ανήκει στις υψηλές εισοδηματικές τάξεις και παραμένει πιστό στις premium επιλογές και κράτα θωρακισμένη τη κατηγορία».